αὐτοκτονέω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτοκτονέω''': [[κτείνω]] [[ἰδίᾳ]] χειρί, ἀδελφὼ δύο μίαν καθ’ ἡμέραν αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω [[μόρον]] κοινὸν κατειργάσαντ’ ἐπαλλήλοιν χεροῖν Σοφ. Ἀντ. 56, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. Ἡ τῶν χειρογρ. γραφὴ [[εἶναι]] αὐτοκτενοῦντε καὶ αὐτοκτενοῦντες˙ ὁ Κοραῆς ἐν Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Β΄, σ. 7 λέγει: «[[ἀναγνωστέον]] αὑτοκτονοῦντε (ὅ ἐστιν ἑαυτοκτονοῦντε, [[ἤγουν]] ἀλληλοκτονοῦντε), ὀμικρογραφοῦντας τὴν τρίτην ἀπὸ τέλους». | |lstext='''αὐτοκτονέω''': [[κτείνω]] [[ἰδίᾳ]] χειρί, ἀδελφὼ δύο μίαν καθ’ ἡμέραν αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω [[μόρον]] κοινὸν κατειργάσαντ’ ἐπαλλήλοιν χεροῖν Σοφ. Ἀντ. 56, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. Ἡ τῶν χειρογρ. γραφὴ [[εἶναι]] αὐτοκτενοῦντε καὶ αὐτοκτενοῦντες˙ ὁ Κοραῆς ἐν Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Β΄, σ. 7 λέγει: «[[ἀναγνωστέον]] αὑτοκτονοῦντε (ὅ ἐστιν ἑαυτοκτονοῦντε, [[ἤγουν]] ἀλληλοκτονοῦντε), ὀμικρογραφοῦντας τὴν τρίτην ἀπὸ τέλους». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. part. prés.</i><br />s’entrégorger.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτοκτόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
A slay one another, restored in S.Ant. 56 for the f.l. αὐτοκτενοῦντε.
German (Pape)
[Seite 398] sich selbst od. gegenseitig morden, Aesch. Sept. 716, wie Soph. Ant. 56 aus Emendation, denn αὐτοκτενοῦντε ist sprachwidrig gebildet; s. Lob. zu Phryn. 623.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκτονέω: κτείνω ἰδίᾳ χειρί, ἀδελφὼ δύο μίαν καθ’ ἡμέραν αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω μόρον κοινὸν κατειργάσαντ’ ἐπαλλήλοιν χεροῖν Σοφ. Ἀντ. 56, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. Ἡ τῶν χειρογρ. γραφὴ εἶναι αὐτοκτενοῦντε καὶ αὐτοκτενοῦντες˙ ὁ Κοραῆς ἐν Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Β΄, σ. 7 λέγει: «ἀναγνωστέον αὑτοκτονοῦντε (ὅ ἐστιν ἑαυτοκτονοῦντε, ἤγουν ἀλληλοκτονοῦντε), ὀμικρογραφοῦντας τὴν τρίτην ἀπὸ τέλους».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. part. prés.
s’entrégorger.
Étymologie: αὐτοκτόνος.