κάρδαμον: Difference between revisions

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάρδᾰμον''': τό, ὡς καὶ νῦν, Λατ. nasturtium, ἢ ὁ [[σπόρος]] [[αὐτοῦ]] ὃν οἱ Πέρσαι ἔτριβον καὶ ἤσθιον ὡς νῦν ἐσθίομεν τὸ [[σίναπι]], Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8, Perizon. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 39· ἐν τῷ πληθ., πάσχει δὲ ταὐτὸ τοῦτο καὶ τὰ κάρδαμα (δηλ. ἕλκουσι πρὸς ἑαυτὰ τὴν ἰκμάδα) Ἀριστοφ. Νεφ. 234· κάρδαμ’ ἐσκευασμένα Εὔβουλος ἐν «Ἰξίονι» 1. 4· - μεταφ., βλέπειν κάρδαμα, δηλ. ῥίπτειν δριμὺ [[βλέμμα]] (ὡς τὸ [[νᾶπυ]], δριμὺ βλέπειν), ὀξυθύμων καὶ δικαίων καὶ βλεπόντων κάρδαμα Ἀριστοφ. Σφ. 455· - παροιμ. ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου quid distent aera lup nis), Ἡνίοχος ἐν «Τροχίλῳ» 1. 2.
|lstext='''κάρδᾰμον''': τό, ὡς καὶ νῦν, Λατ. nasturtium, ἢ ὁ [[σπόρος]] [[αὐτοῦ]] ὃν οἱ Πέρσαι ἔτριβον καὶ ἤσθιον ὡς νῦν ἐσθίομεν τὸ [[σίναπι]], Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8, Perizon. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 39· ἐν τῷ πληθ., πάσχει δὲ ταὐτὸ τοῦτο καὶ τὰ κάρδαμα (δηλ. ἕλκουσι πρὸς ἑαυτὰ τὴν ἰκμάδα) Ἀριστοφ. Νεφ. 234· κάρδαμ’ ἐσκευασμένα Εὔβουλος ἐν «Ἰξίονι» 1. 4· - μεταφ., βλέπειν κάρδαμα, δηλ. ῥίπτειν δριμὺ [[βλέμμα]] (ὡς τὸ [[νᾶπυ]], δριμὺ βλέπειν), ὀξυθύμων καὶ δικαίων καὶ βλεπόντων κάρδαμα Ἀριστοφ. Σφ. 455· - παροιμ. ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου quid distent aera lup nis), Ἡνίοχος ἐν «Τροχίλῳ» 1. 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />cresson, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt prob. - <i>myc.</i> ka-da-mi-ja - le <i>skr.</i> kardamah désigne une plante totalement inconnue.
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρδᾰμον Medium diacritics: κάρδαμον Low diacritics: κάρδαμον Capitals: ΚΑΡΔΑΜΟΝ
Transliteration A: kárdamon Transliteration B: kardamon Transliteration C: kardamon Beta Code: ka/rdamon

English (LSJ)

τό,

   A nose-smart, Lepidium sativum, of which the seed was eaten like mustard, X.Cyr.1.2.8, POxy.1429.5, Ael.VH3.39: pl., Ar.Nu.234; κάρδαμ' ἐσκευασμένα Eub.36: metaph., βλέπειν κάρδαμα look sharp and stinging, Ar.V.455: prov. of worthless things, ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων Henioch.4.2.

German (Pape)

[Seite 1326] τό, eine Art Kresse mit bitterem Kraut, deren Saamen wie Senf gegessen wurde, gew. im plur.; Ar. Th. 617; κάρδαμ' ἐσκευασμένα Eubul. bei Ath. VIII, 347 d; bes. von den Persern gegessen, Xen. Cyr. 1, 2, 8 u. A.; vgl. Schol. Ar. Nub. 235; – κάρδαμα βλέπειν, neben ὀξύθυμος u. δίκαιος, nach Kresse aussehen, ein saures, barsches Gesicht machen, Ar. Vesp. 455.

Greek (Liddell-Scott)

κάρδᾰμον: τό, ὡς καὶ νῦν, Λατ. nasturtium, ἢ ὁ σπόρος αὐτοῦ ὃν οἱ Πέρσαι ἔτριβον καὶ ἤσθιον ὡς νῦν ἐσθίομεν τὸ σίναπι, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8, Perizon. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 39· ἐν τῷ πληθ., πάσχει δὲ ταὐτὸ τοῦτο καὶ τὰ κάρδαμα (δηλ. ἕλκουσι πρὸς ἑαυτὰ τὴν ἰκμάδα) Ἀριστοφ. Νεφ. 234· κάρδαμ’ ἐσκευασμένα Εὔβουλος ἐν «Ἰξίονι» 1. 4· - μεταφ., βλέπειν κάρδαμα, δηλ. ῥίπτειν δριμὺ βλέμμα (ὡς τὸ νᾶπυ, δριμὺ βλέπειν), ὀξυθύμων καὶ δικαίων καὶ βλεπόντων κάρδαμα Ἀριστοφ. Σφ. 455· - παροιμ. ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου quid distent aera lup nis), Ἡνίοχος ἐν «Τροχίλῳ» 1. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cresson, plante.
Étymologie: DELG emprunt prob. - myc. ka-da-mi-ja - le skr. kardamah désigne une plante totalement inconnue.