ἴκταρ: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἴκταρ''': Ἐπίρρ. (ἵκω), μὲ ἓν [[κτύπημα]], [[εὐθέως]], [[ταχέως]], ἀμέσως, [[ὁμοῦ]], ἐν τῷ ἅμα, κεραυνοὶ [[ἴκταρ]] ἅμα βροντῇ Ἡσ. Θ. 691. ΙΙ. ἐπὶ τόπου, πλησιέστατα, πλησίον, ἐγγύς, [[μετὰ]] γεν., ἴκτ. μελάθρων Αἰσχύλ. Ἀγ. 117· ἴ. ἥμενοι Διὸς Εὐμ. 998· [[ταῦτα]] πρὸς τύραννον οὐδ’ ἴ. βάλλει, οὐδὲ πλησίον [[αὐτοῦ]] δὲν κτυποῦσι. πολὺ ἀπέχουσι τοῦ σκοποῦ. παροιμ. ἐν Πλάτ. Πολ. 575C, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 15. 29. ΙΙΙ. = τὸ τῆς γυναικὸς [[αἰδοῖον]] Γαλην. ἐν Λεξικ. Ἱπποκρ. | |lstext='''ἴκταρ''': Ἐπίρρ. (ἵκω), μὲ ἓν [[κτύπημα]], [[εὐθέως]], [[ταχέως]], ἀμέσως, [[ὁμοῦ]], ἐν τῷ ἅμα, κεραυνοὶ [[ἴκταρ]] ἅμα βροντῇ Ἡσ. Θ. 691. ΙΙ. ἐπὶ τόπου, πλησιέστατα, πλησίον, ἐγγύς, [[μετὰ]] γεν., ἴκτ. μελάθρων Αἰσχύλ. Ἀγ. 117· ἴ. ἥμενοι Διὸς Εὐμ. 998· [[ταῦτα]] πρὸς τύραννον οὐδ’ ἴ. βάλλει, οὐδὲ πλησίον [[αὐτοῦ]] δὲν κτυποῦσι. πολὺ ἀπέχουσι τοῦ σκοποῦ. παροιμ. ἐν Πλάτ. Πολ. 575C, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 15. 29. ΙΙΙ. = τὸ τῆς γυναικὸς [[αἰδοῖον]] Γαλην. ἐν Λεξικ. Ἱπποκρ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> tout à la fois, ensemble;<br /><b>2</b> près de, proche.<br />'''Étymologie:''' R. Ἱκ, venir, cf. <i>lat.</i> icere. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), Adv.
A close together, thickly (= πυκνῶς, Hsch.), κεραυνοὶ ἴ. ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο Hes.Th.691. II Prep. c. gen., close to, hard by, ἴ. μελάθρων A.Ag.116 (lyr.); ἴ. ἥμενοι Διός Id.Eu.998(lyr.): c. dat., Alcm.23.80: abs., ταῦτα πρὸς τύραννον . . οὐδ' ἴ. βάλλει do not strike even near him, are quite wide of the mark, prov. in Pl.R.575c, cf. Ael.NA15.29.
ἴκταρ (B), τό,=
A pudendum muliebre, Hp.Mul.2.174 (restored fr. Erot. and Gal.19.105: ἧπαρ (ἦπαρ) codd. Hp.).
ἴκταρ (C), ὁ, some kind of
A fish, Call.Fr.38:—also ἰκτάρα, ἡ, Hsch.; = albula, Gloss.; cf. κτάρα.
German (Pape)
[Seite 1249] (ἵκω, eigtl. hinkommend, das Ziel treffend), auf einen u. denselben Wurf oder Schlag, zusammentreffend, zugleich, κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστραπῇ ποτέοντο Hes. Th. 691. – Vom Orte, nahe kommend, τινός, Aesch. Ag. 115 Eum. 952; sprichwörtlich: ταῦτα πάντα πρὸς τύραννον τὸ λεγόμενον οὐδ' ἴκταρ βάλλει Plat. Rep. IX, 575 c, hat keinen Bezug auf ihn, trifft ihn nicht, eigtl. nicht einmal nahe trifft er, geschweige das Ziel; vgl. Ael. H. A. 15, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἴκταρ: Ἐπίρρ. (ἵκω), μὲ ἓν κτύπημα, εὐθέως, ταχέως, ἀμέσως, ὁμοῦ, ἐν τῷ ἅμα, κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ Ἡσ. Θ. 691. ΙΙ. ἐπὶ τόπου, πλησιέστατα, πλησίον, ἐγγύς, μετὰ γεν., ἴκτ. μελάθρων Αἰσχύλ. Ἀγ. 117· ἴ. ἥμενοι Διὸς Εὐμ. 998· ταῦτα πρὸς τύραννον οὐδ’ ἴ. βάλλει, οὐδὲ πλησίον αὐτοῦ δὲν κτυποῦσι. πολὺ ἀπέχουσι τοῦ σκοποῦ. παροιμ. ἐν Πλάτ. Πολ. 575C, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 15. 29. ΙΙΙ. = τὸ τῆς γυναικὸς αἰδοῖον Γαλην. ἐν Λεξικ. Ἱπποκρ.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 tout à la fois, ensemble;
2 près de, proche.
Étymologie: R. Ἱκ, venir, cf. lat. icere.