διατορεύω: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διατορεύω''': ἐγχαράττω, [[σκαλίζω]], Σοφ. Ἀποσπ. 295 ([[χωρίον]] ἐφθαρμένον), Πλούτ. 2. 1083Ε (κοινῶς -[[τορνεύω]]), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 7. | |lstext='''διατορεύω''': ἐγχαράττω, [[σκαλίζω]], Σοφ. Ἀποσπ. 295 ([[χωρίον]] ἐφθαρμένον), Πλούτ. 2. 1083Ε (κοινῶς -[[τορνεύω]]), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ciseler.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τορεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
A engrave, chase, S.Fr.315; δ. χρυσᾶς φιάλας στεφάνοις ἀμπέλου Aristeas 79; ὁ θεὸς ἐπίσταται τὰ ἑαυτοῦ δημιουργήματα δ. Ph.1.105; δ. ἐν σησάμῳ γράμμασιν ἔπη Plu.2.1083e:—Pass., Ael.VH14.7, Hierocl. p.37A.
German (Pape)
[Seite 607] = τορεύω, LXX.; διαγλυφέντες καὶ διατορευθέντες Ael. V. H. 14, 7.
Greek (Liddell-Scott)
διατορεύω: ἐγχαράττω, σκαλίζω, Σοφ. Ἀποσπ. 295 (χωρίον ἐφθαρμένον), Πλούτ. 2. 1083Ε (κοινῶς -τορνεύω), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 7.