αὐτόπτης: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτόπτης''': -ου, ὁ, ὁ ἰδίοις ὄμμασι βλέπων, Ἡρόδ. 2. 29., 3. 115, κ. ἀλλ., Πλάτ. Νόμ. 900A, Εὐάγγελος ἐν «Ἀνακαλυπτομένῃ» 1. 4. - εὕρηται καὶ θηλ. αὐτόπτις ἐν τοῖς εἰς Ἰλιάδα Σχολίοις, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.
|lstext='''αὐτόπτης''': -ου, ὁ, ὁ ἰδίοις ὄμμασι βλέπων, Ἡρόδ. 2. 29., 3. 115, κ. ἀλλ., Πλάτ. Νόμ. 900A, Εὐάγγελος ἐν «Ἀνακαλυπτομένῃ» 1. 4. - εὕρηται καὶ θηλ. αὐτόπτις ἐν τοῖς εἰς Ἰλιάδα Σχολίοις, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui voit de ses propres yeux, témoin oculaire.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ὄψομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόπτης Medium diacritics: αὐτόπτης Low diacritics: αυτόπτης Capitals: ΑΥΤΟΠΤΗΣ
Transliteration A: autóptēs Transliteration B: autoptēs Transliteration C: aftoptis Beta Code: au)to/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A seeing oneself, eyewitness, Hdt.2.29, 3.115, al., Pl.Lg.900a, Euang.1.4, Din.3.15, D.22.22, etc.:— fem. αὐτόπτις, ἡ, Sch.Il.Oxy.1086.96.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόπτης: -ου, ὁ, ὁ ἰδίοις ὄμμασι βλέπων, Ἡρόδ. 2. 29., 3. 115, κ. ἀλλ., Πλάτ. Νόμ. 900A, Εὐάγγελος ἐν «Ἀνακαλυπτομένῃ» 1. 4. - εὕρηται καὶ θηλ. αὐτόπτις ἐν τοῖς εἰς Ἰλιάδα Σχολίοις, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui voit de ses propres yeux, témoin oculaire.
Étymologie: αὐτός, ὄψομαι.