ἔντοπος: Difference between revisions
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔντοπος''': -ον, ὁ ἔν τινι τόπῳ, ὡς οὐκ [[ἔξεδρος]], ἀλλ’ [[ἔντοπος]] [[ἀνήρ]], [[διότι]] ὁ ἀνὴρ δὲν [[εἶναι]] [[μακράν]], ἀλλ’ ἐδῶ πλησίον, Σοφ. Φιλ. 212· λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων, συμπαθέστατε τῶν πρότερον ἐπισκεψαμένων τὸν τόπον, [[αὐτόθι]] 1171· εἴ τις [[ἔντοπος]], ἐὰν [[εἶναι]] κανεὶς ἐδῶ κοντά, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1457· [[ἐντόπιος]], [[ἐγχώριος]], [[εἴτε]] τινὲς ἔντοποι Μαγνήτων εἴτ’ ἄλλων Πλάτ. Νόμ. 848D. | |lstext='''ἔντοπος''': -ον, ὁ ἔν τινι τόπῳ, ὡς οὐκ [[ἔξεδρος]], ἀλλ’ [[ἔντοπος]] [[ἀνήρ]], [[διότι]] ὁ ἀνὴρ δὲν [[εἶναι]] [[μακράν]], ἀλλ’ ἐδῶ πλησίον, Σοφ. Φιλ. 212· λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων, συμπαθέστατε τῶν πρότερον ἐπισκεψαμένων τὸν τόπον, [[αὐτόθι]] 1171· εἴ τις [[ἔντοπος]], ἐὰν [[εἶναι]] κανεὶς ἐδῶ κοντά, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1457· [[ἐντόπιος]], [[ἐγχώριος]], [[εἴτε]] τινὲς ἔντοποι Μαγνήτων εἴτ’ ἄλλων Πλάτ. Νόμ. 848D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se trouve dans le même lieu;<br /><b>2</b> propre à un lieu, à un pays ; <i>subst.</i> ἔντοποι habitants d’un pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τόπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A in or of a place, S.Ph.212 (lyr.), 1171 (lyr.), OC1457, Pl.Lg.848d, prob. in Nausicr.1; ἔλαιον prob. in OGI629.70 (Palmyra, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 857] dasselbe; Soph. O. C. 1457; Ggstz von ἔξεδρος, Phil. 212, daheim; ibd. 1156 ὦ λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων, Schol. πλησιασάντων, derer, die früher hier waren; Plat. Legg. VIII, 848 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντοπος: -ον, ὁ ἔν τινι τόπῳ, ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ’ ἔντοπος ἀνήρ, διότι ὁ ἀνὴρ δὲν εἶναι μακράν, ἀλλ’ ἐδῶ πλησίον, Σοφ. Φιλ. 212· λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων, συμπαθέστατε τῶν πρότερον ἐπισκεψαμένων τὸν τόπον, αὐτόθι 1171· εἴ τις ἔντοπος, ἐὰν εἶναι κανεὶς ἐδῶ κοντά, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1457· ἐντόπιος, ἐγχώριος, εἴτε τινὲς ἔντοποι Μαγνήτων εἴτ’ ἄλλων Πλάτ. Νόμ. 848D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui se trouve dans le même lieu;
2 propre à un lieu, à un pays ; subst. ἔντοποι habitants d’un pays.
Étymologie: ἐν, τόπος.