μάμμη: Difference between revisions
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάμμη''': ἡ, ([[ὡσαύτως]] [[μάμμα]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 17, Μοῖρ.· μαμμαία, Εὐστ. 971. 36)· - [[κυρίως]], ὡς τὰ Ἀγγλ. mamma, mammy, καὶ ὅμοιαι λέξεις ἐν πάσῃ γλώσσῃ, [[ἀπόπειρα]] τοῦ παιδίου [[ὅπως]] εἴπῃ τὴν λέξιν μῆτερ, ὦ [[μάμμη]] Φερεκρ. ἐν «Κοριανν.» 4· Σισύφου ὦ [[μάμμη]] Ἀνθ. Π. 11. 67· - οὕτω ἄππα, ἄττα, [[πάππας]], [[τάτα]], [[τέττα]], papa, ἀντὶ πάτερ· - πρβλ. μαμμάω. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. mamma, ὁ τῆς μητρὸς [[μαστός]], Schweigh. εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 43. ΙΙΙ. ἀκολούθως, ἡ [[μάμμη]], «κυροῦλα», «γιαγ~ιά», ἡ [[προμήτωρ]], Πλουτ. Ἀγησ. 4., 2. 704Β, Ἑβδ. (Δ΄ Μακκ. Ιϛʹ, 9)· πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 259. | |lstext='''μάμμη''': ἡ, ([[ὡσαύτως]] [[μάμμα]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 17, Μοῖρ.· μαμμαία, Εὐστ. 971. 36)· - [[κυρίως]], ὡς τὰ Ἀγγλ. mamma, mammy, καὶ ὅμοιαι λέξεις ἐν πάσῃ γλώσσῃ, [[ἀπόπειρα]] τοῦ παιδίου [[ὅπως]] εἴπῃ τὴν λέξιν μῆτερ, ὦ [[μάμμη]] Φερεκρ. ἐν «Κοριανν.» 4· Σισύφου ὦ [[μάμμη]] Ἀνθ. Π. 11. 67· - οὕτω ἄππα, ἄττα, [[πάππας]], [[τάτα]], [[τέττα]], papa, ἀντὶ πάτερ· - πρβλ. μαμμάω. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. mamma, ὁ τῆς μητρὸς [[μαστός]], Schweigh. εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 43. ΙΙΙ. ἀκολούθως, ἡ [[μάμμη]], «κυροῦλα», «γιαγ~ιά», ἡ [[προμήτωρ]], Πλουτ. Ἀγησ. 4., 2. 704Β, Ἑβδ. (Δ΄ Μακκ. Ιϛʹ, 9)· πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 259. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>mieux que</i> [[μάμμα]];<br />ης (ἡ) :<br />grand-mère.<br />'''Étymologie:''' DELG mot enfantin apparenté à [[μᾶ]], [[μαῖα]], [[μαστός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, child's word for
A mother, ὦ μάμμη Pherecr.70, cf. Men. Sam.28; Σισύφου ὦ μ. AP11.67 (Myrin.), cf. Epicur.Fr.176. II mother's breast, Arr.Epict.2.16.43. III later, grandmother, POxy.1644.12 (i B. C.), Ph.2.301, Plu.Agis4, LXX 4 Ma.16.9, SIG 844 B 5 (Chaeronea, iii A. D.), etc.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μάμμη: ἡ, (ὡσαύτως μάμμα, Πολυδ. Γ΄, 17, Μοῖρ.· μαμμαία, Εὐστ. 971. 36)· - κυρίως, ὡς τὰ Ἀγγλ. mamma, mammy, καὶ ὅμοιαι λέξεις ἐν πάσῃ γλώσσῃ, ἀπόπειρα τοῦ παιδίου ὅπως εἴπῃ τὴν λέξιν μῆτερ, ὦ μάμμη Φερεκρ. ἐν «Κοριανν.» 4· Σισύφου ὦ μάμμη Ἀνθ. Π. 11. 67· - οὕτω ἄππα, ἄττα, πάππας, τάτα, τέττα, papa, ἀντὶ πάτερ· - πρβλ. μαμμάω. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. mamma, ὁ τῆς μητρὸς μαστός, Schweigh. εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 43. ΙΙΙ. ἀκολούθως, ἡ μάμμη, «κυροῦλα», «γιαγ~ιά», ἡ προμήτωρ, Πλουτ. Ἀγησ. 4., 2. 704Β, Ἑβδ. (Δ΄ Μακκ. Ιϛʹ, 9)· πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 259.
French (Bailly abrégé)
mieux que μάμμα;
ης (ἡ) :
grand-mère.
Étymologie: DELG mot enfantin apparenté à μᾶ, μαῖα, μαστός.