προσσαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσσαίνω''': [[σαίνω]] [[πρός]] τινα, [[θωπεύω]], κολακευτικῶς φέρομαι, ὡς τὸ [[αἰκάλλω]], [[κυρίως]] ἐπὶ κυνῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 928. Ἀρρ. Κυν. 7. 2· - τὸ πλεῖστον μεταφορ., οὐ γὰρ Ἀργείων τόδ’ εἴη φῶτα προσσαίνειν κακὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1665· ποτισαίνουσα... παράγει βροτὸν Ἄτα ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν.) ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 98. 2) ἐπὶ πραγμάτων, εὐαρεστῶ, ὡς τὸ Λατ. arridere, εἰ τῶνδε προσαίνει σέ τι ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 835, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 863. 3) σπανίως [[μετὰ]] δοτ., Ἀθήν. 99Ε.
|lstext='''προσσαίνω''': [[σαίνω]] [[πρός]] τινα, [[θωπεύω]], κολακευτικῶς φέρομαι, ὡς τὸ [[αἰκάλλω]], [[κυρίως]] ἐπὶ κυνῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 928. Ἀρρ. Κυν. 7. 2· - τὸ πλεῖστον μεταφορ., οὐ γὰρ Ἀργείων τόδ’ εἴη φῶτα προσσαίνειν κακὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1665· ποτισαίνουσα... παράγει βροτὸν Ἄτα ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν.) ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 98. 2) ἐπὶ πραγμάτων, εὐαρεστῶ, ὡς τὸ Λατ. arridere, εἰ τῶνδε προσαίνει σέ τι ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 835, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 863. 3) σπανίως [[μετὰ]] δοτ., Ἀθήν. 99Ε.
}}
{{bailly
|btext=caresser, flatter ; plaire à, acc. ; <i>p. ext. en parl. de choses</i> [[εἰ]] [[τῶνδε]] προσσαίνει [[σέ]] [[τι]] ESCHL si quelqu’une de ces choses te plaît.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[σαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσσαίνω Medium diacritics: προσσαίνω Low diacritics: προσσαίνω Capitals: ΠΡΟΣΣΑΙΝΩ
Transliteration A: prossaínō Transliteration B: prossainō Transliteration C: prossaino Beta Code: prossai/nw

English (LSJ)

   A fawn upon, coax, prop. of dogs, S.Fr.1082, Arr.Cyn. 7.2; ταῖς κέρκοις Ph.2.422: mostly metaph., οὐκ ἂν Ἀργείων τόδ' εἴη φῶτα προσσαίνειν κακόν A.Ag.1665 (troch.): c. dat., π. τοῖς συνδείπνοις Ath.3.99e.    2 of things, please, τῶνδε προσσαίνει σέ τι; A.Pr.835, cf. E.Hipp.863.

German (Pape)

[Seite 780] anwedeln, eigtl. von schmeichelnden Hunden, Arr. Cyn. 7, 2; übertr., schmeicheln, liebkosen, εἰ τῶνδε προσσαίνει σέ τι, Aesch. Prom. 837; φῶτα κακόν, Ag. 1650; Soph. frg. 929 u. B. A. 21, 26; Eur. vrbdt auch τύποι σφενδόνης προσσαίνουσί με, Hipp. 863.

Greek (Liddell-Scott)

προσσαίνω: σαίνω πρός τινα, θωπεύω, κολακευτικῶς φέρομαι, ὡς τὸ αἰκάλλω, κυρίως ἐπὶ κυνῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 928. Ἀρρ. Κυν. 7. 2· - τὸ πλεῖστον μεταφορ., οὐ γὰρ Ἀργείων τόδ’ εἴη φῶτα προσσαίνειν κακὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1665· ποτισαίνουσα... παράγει βροτὸν Ἄτα (οὕτως ὁ Ἕρμανν.) ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 98. 2) ἐπὶ πραγμάτων, εὐαρεστῶ, ὡς τὸ Λατ. arridere, εἰ τῶνδε προσαίνει σέ τι ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 835, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 863. 3) σπανίως μετὰ δοτ., Ἀθήν. 99Ε.

French (Bailly abrégé)

caresser, flatter ; plaire à, acc. ; p. ext. en parl. de choses εἰ τῶνδε προσσαίνει σέ τι ESCHL si quelqu’une de ces choses te plaît.
Étymologie: πρός, σαίνω.