διατρίβω: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διατρίβω''': [ῑ], μέλλ. -ψω, - Παθ. ἀόρ. β΄ διετρίβην [ῐ]· -[[τρίβω]] [[μεταξύ]], [[τρίβω]] ἰσχυρῶς, χερσὶ διατρίψας Ἰλ. Λ. 847· -[[κατατρίβω]], [[καταναλίσκω]], [[φθείρω]], πάντα κατατρίβουσιν Ἀχαιοὶ Ὀδ. β.265· χρήματα Θέογν. 917· εἰς αἰτίας ἀλόγους δ. τὸ [[θεῖον]], [[κατατρίβω]], [[μεταβάλλω]] τὴν θείαν πρόνοιαν εἰς αἰτίας ἀλόγους, δηλ. [[ἀπορρίπτω]] τὴν πρόνοιαν παραδεχόμενος τὴν τύχην, Πλούτ. Νικ. 23.-Παθ., κάκιστα διατριβῆναι, καταστρέφομαι ἐντελῶς, ἀφανίζομαι, Ἡρόδ. 7.120, πρβλ. Θουκ. 8.78, πρβλ. [[ἐκτρίβω]] ΙΙ. ΙΙ. δ. χρόνον, Λατ. terere tempus, δαπανῶ χρόνον, Ἡρόδ. 1.189, Λυσ. 97.26· [[παρά]] τινι Ἡρόδ. 1.24, κτλ. οὕτω, δ. τινὰς ἡμέρας Ξεν. Ἑλλ. 6.5,49, κτλ.· [[ἐνιαυτός]] διετρίβη Θουκ. 1.125. 2) [[συχνάκις]] ἀπολ. ([[ἄνευ]] τοῦ χρόνον), [[φθείρω]] τὸν χρόνον, [[διέρχομαι]] αὐτόν ματαίως, οὐ μὴ διατρίψεις, μὴ ἀργοπορήσῃς. Ἀριστοφ. Βατρ. 462· δ. ἐν γυμνασίοις, διέχρχομαι τὸν χρόνον [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. Νεφ. 1002· ἐν ἄστει Ἀντιφῶν 113.4· ἐν ἀγρῷ Φιλήμ. Πυρρ. 1,6· [[αὐτοῦ]] [[ἔνδον]] Πλάτ. Πρωτ. 311Α· δ. μετ’ [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. Φαίδωνι 59D, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]], ἀπασχολῶ, [[ἐνασχολῶ]] ἐμαυτόν, ἐνασχολοῦμαι, ἐν ζητήσει ὁ αὐτ. Ἀπολ. 29C· ἐν φιλοσοφίᾳ ὁ αὐτ. Θεαιτ. 173C· ἐπί τινι ὁ αύτ. Εὐθυδ. 305Α, Δημ. 22.25· [[ἀμφί]] τινι Ξεν. Ἱππ. 2,1· [[περί]] τινι Πλάτ. Φαίδωνι 90Β, Ἰσοκρ. 1C· πρὸς ἱππικῇ Πλάτ. Παρμ. 126C· πρὸς τοῖς ἔργοις Ἀριστ. Πολ. 5.8,18 πρὸς φιλοσοφίαν Πλάτ. Πολ. 540Α· [[μετὰ]] μετοχ., δ. μελετῶν Ξεν. Κύρ. 1.2,12<br />β) [[ὡσαύτως]] ἀπολ., χάνω καιρόν, ἀργοπορῶ, [[βραδύνω]], Ἰλ. Τ.250, Ἀριστοφ. Ἱππ. 515, κτλ.· λέγε καὶ μὴ διάτριβε Πλάτ. Πολ. 472Β· διατέτριφα, ἔχω ἀφήσει τὸν χρόνον νὰ παρέλθῃ…, ὁ αύτ. Θεαιτ. 143Α·-[[μετὰ]] μετοχ., καθ’ ἕκαστα λέγων δ., χάνω καιρὸν ὁμιλῶν, Ἰσοκρ. 34Α, πρβλ. Δημ. 11.19. ΙΙΙ. [[ἀναβάλλω]] δι’ ἀργοπορίας παρακωλύω, [[ἐμποδίζω]], μή τι διατρίβειν ἐμὸν χόλον Ἰλ. Δ.42· οὔ τι [[διατρίβω]] μητρὸς γάμον Ὀδ. Υ.341· ἄριστον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 424· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. προς. καὶ πράγμ., [[ὄφρα]] κεν ἥ γε διατρίβησιν Ἀχαιοὺς ὃν γάμον,… τοῖς ἀναβάλλῃ τὸν χρόνον τοῦ γάμου της, Ὀδ. β.204· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγματος, μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο, ἂς μὴ χάνωμεν πολὺν καιρὸν ἐν τῇ ὁδῷ, καθ’ὁδόν, [[αὐτόθι]] 404 [[οὕτως]] ἐν μέσῳ τύπῳ, μη τι διατριβώμευθα πείρης Ἀπολλ. Ρόδ. Β.883. | |lstext='''διατρίβω''': [ῑ], μέλλ. -ψω, - Παθ. ἀόρ. β΄ διετρίβην [ῐ]· -[[τρίβω]] [[μεταξύ]], [[τρίβω]] ἰσχυρῶς, χερσὶ διατρίψας Ἰλ. Λ. 847· -[[κατατρίβω]], [[καταναλίσκω]], [[φθείρω]], πάντα κατατρίβουσιν Ἀχαιοὶ Ὀδ. β.265· χρήματα Θέογν. 917· εἰς αἰτίας ἀλόγους δ. τὸ [[θεῖον]], [[κατατρίβω]], [[μεταβάλλω]] τὴν θείαν πρόνοιαν εἰς αἰτίας ἀλόγους, δηλ. [[ἀπορρίπτω]] τὴν πρόνοιαν παραδεχόμενος τὴν τύχην, Πλούτ. Νικ. 23.-Παθ., κάκιστα διατριβῆναι, καταστρέφομαι ἐντελῶς, ἀφανίζομαι, Ἡρόδ. 7.120, πρβλ. Θουκ. 8.78, πρβλ. [[ἐκτρίβω]] ΙΙ. ΙΙ. δ. χρόνον, Λατ. terere tempus, δαπανῶ χρόνον, Ἡρόδ. 1.189, Λυσ. 97.26· [[παρά]] τινι Ἡρόδ. 1.24, κτλ. οὕτω, δ. τινὰς ἡμέρας Ξεν. Ἑλλ. 6.5,49, κτλ.· [[ἐνιαυτός]] διετρίβη Θουκ. 1.125. 2) [[συχνάκις]] ἀπολ. ([[ἄνευ]] τοῦ χρόνον), [[φθείρω]] τὸν χρόνον, [[διέρχομαι]] αὐτόν ματαίως, οὐ μὴ διατρίψεις, μὴ ἀργοπορήσῃς. Ἀριστοφ. Βατρ. 462· δ. ἐν γυμνασίοις, διέχρχομαι τὸν χρόνον [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. Νεφ. 1002· ἐν ἄστει Ἀντιφῶν 113.4· ἐν ἀγρῷ Φιλήμ. Πυρρ. 1,6· [[αὐτοῦ]] [[ἔνδον]] Πλάτ. Πρωτ. 311Α· δ. μετ’ [[ἀλλήλων]] ὁ αὐτ. Φαίδωνι 59D, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]], ἀπασχολῶ, [[ἐνασχολῶ]] ἐμαυτόν, ἐνασχολοῦμαι, ἐν ζητήσει ὁ αὐτ. Ἀπολ. 29C· ἐν φιλοσοφίᾳ ὁ αὐτ. Θεαιτ. 173C· ἐπί τινι ὁ αύτ. Εὐθυδ. 305Α, Δημ. 22.25· [[ἀμφί]] τινι Ξεν. Ἱππ. 2,1· [[περί]] τινι Πλάτ. Φαίδωνι 90Β, Ἰσοκρ. 1C· πρὸς ἱππικῇ Πλάτ. Παρμ. 126C· πρὸς τοῖς ἔργοις Ἀριστ. Πολ. 5.8,18 πρὸς φιλοσοφίαν Πλάτ. Πολ. 540Α· [[μετὰ]] μετοχ., δ. μελετῶν Ξεν. Κύρ. 1.2,12<br />β) [[ὡσαύτως]] ἀπολ., χάνω καιρόν, ἀργοπορῶ, [[βραδύνω]], Ἰλ. Τ.250, Ἀριστοφ. Ἱππ. 515, κτλ.· λέγε καὶ μὴ διάτριβε Πλάτ. Πολ. 472Β· διατέτριφα, ἔχω ἀφήσει τὸν χρόνον νὰ παρέλθῃ…, ὁ αύτ. Θεαιτ. 143Α·-[[μετὰ]] μετοχ., καθ’ ἕκαστα λέγων δ., χάνω καιρὸν ὁμιλῶν, Ἰσοκρ. 34Α, πρβλ. Δημ. 11.19. ΙΙΙ. [[ἀναβάλλω]] δι’ ἀργοπορίας παρακωλύω, [[ἐμποδίζω]], μή τι διατρίβειν ἐμὸν χόλον Ἰλ. Δ.42· οὔ τι [[διατρίβω]] μητρὸς γάμον Ὀδ. Υ.341· ἄριστον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 424· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. προς. καὶ πράγμ., [[ὄφρα]] κεν ἥ γε διατρίβησιν Ἀχαιοὺς ὃν γάμον,… τοῖς ἀναβάλλῃ τὸν χρόνον τοῦ γάμου της, Ὀδ. β.204· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγματος, μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο, ἂς μὴ χάνωμεν πολὺν καιρὸν ἐν τῇ ὁδῷ, καθ’ὁδόν, [[αὐτόθι]] 404 [[οὕτως]] ἐν μέσῳ τύπῳ, μη τι διατριβώμευθα πείρης Ἀπολλ. Ρόδ. Β.883. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διατρίψω, <i>ao.2 Pass.</i> διετρίβην, <i>pf.</i> διατέτριμμαι;<br /><b>I.</b> frotter <i>ou</i> gratter à travers, <i>d’où</i><br /><b>1</b> arracher en grattant : ῥίζαν IL extirper une racine;<br /><b>2</b> user par le frottement ; consumer, perdre, détruire : κάκιστα διατριβῆναι HDT être broyé, <i>càd</i> périr misérablement;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> passer le temps, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>avec idée de temps</i> remettre, différer : χόλον IL user la colère (de qqn), en retarder <i>ou</i> en contenir l’explosion ; γάμον OD retarder un mariage ; τινα δ. γάμον OD faire attendre à qqn, <i>càd</i> remettre sans cesse un mariage ; μὴ δ. ὁδοῖο OD ne pas perdre de temps à se mettre en route ; δ. χρόνον HDT employer du temps, passer du temps ; <i>abs.</i> δ. [[μετά]] τινος PLAT passer le temps avec qqn, <i>càd</i> s’entretenir avec qqn ; ἔν τινι, [[περί]] [[τι]], [[ἐπί]] τινι employer son temps à qch, s’occuper de qch ; <i>avec un</i> part., passer son temps à faire qch ; <i>abs., en mauv. part</i> passer son temps, perdre son temps;<br /><b>2</b> <i>avec idée de lieu</i> passer son temps qqe part, séjourner : [[ἐν]] ταῖς ὁδοῖς XÉN sur les routes.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τρίβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
[ρῑ], pf.
A -τέτρῐφα Plb.4.57.3:—Pass., aor. 2 διετρίβην [ῐ] (v. infr.):—rub hard, χερσὶ διατρίψας Il.11.847: more freq., wear away, consume, πάντα διατρίβουσιν Ἁχαιοί Od.2.265; χρήματα Thgn. 921; τὰ τῶν Πελοποννησίων Th.8.87; εἰς αἰτίας ἀλόγους δ. τὸ θεῖον to fritter away Providence into unreasoning causes, Plu.Nic.23:— Pass., κάκιστα διατριβῆναι perish utterly, Hdt.7.120 (v.l. ἐκ-), cf. Th. 8.78. II spend, of Time, θερείην Hdt.1.189; freq. χρόνον δ. Lys. 3.11; παρά τινι Hdt.1.24, etc.; δ. τινὰς ἡμέρας X.HG6.5.49; ἓξ ἔτη Isoc.4.141 (later c. gen., ἐτῶν οὐκ ὀλίγων ἐν Ῥώμῃ δ. Hdn.3.10.2):— Pass., ἐνιαυτὸς διετρίβη Th.1.125. 2 abs. (without χρόνον), waste time, οὐ μὴ διατρίψεις . .; make no more delay, Ar.Ra.462; δ. ἐν γυμνασίοις pass all one's time there, Id.Nu.1002; ἐν ἄστει Antipho 1.14; ἐν ἀγρῷ Philem.71.6; αὐτοῦ, ἔνδον, Pl.Prt.311a; δ. μετ' ἀλλήλων go on talking, Id.Phd.59d, etc.: hence, busy, employ oneself, ἐν ζητήσει Id.Ap.29c; ἐν φιλοσοφίᾳ Id.Tht.173c; ἐπί τινι Id.Euthd.305a, Isoc.3.19, D.2.16; ἀμφί τι X.Eq.2.1; περί τι Pl.Phd.90c, Isoc.1.4; πρὸς ἱππικῇ Pl.Prm.126c; πρὸς τοῖς ἔργοις Arist.Pol.1309a8; πρὸς φιλοσοφίᾳ (prob. l. for -ίαν) Pl.R.540b: c. part., δ. μελετῶσαι X.Cyr.1.2.12. b abs., lose time, delay, Il.19.150, Hp.VC19, Ar.Eq.515, etc.; λέγε καὶ μὴ διάτριβε Pl.R.472b; διατέτρῐφα I have let the time slip by .., Id.Tht.143a: c. part., καθ' ἕκαστα λέγων δ. to waste time in speaking, Isoc.3.35, cf. D.1.9. 3 reside, PHal.1.182 (iii B.C.), PStrassb. 22.6 (ii A.D.), etc. III put off by delay, thwart, hinder, μή τι διατρίβειν ἐμὸν χόλον Il.4.42; οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον Od.20.341; τἄριστον Ar.Fr.503: c. dupl. acc. pers. et rei, ὄφρα κεν ἥ γε διατρίβῃσιν Ἀχαιοὺς ὃν γάμον put them off in the matter of her wedding, Od. 2.204: c. gen. rei, μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο let us not lose time on the way, ib.404:—Med., μή τι διατριβώμεθα πείρης A.R.2.883.
German (Pape)
[Seite 608] zerreiben; ῥίζαν χερσί Il. 11, 847; τὴν γῆν τοῖν χεροῖν Polyaen. 4, 3, 5; θύραν, zerbrechen, Ar. Ran. 462; dah. = aufreiben, verzehren; χρήματα Theogn. 921; κάκιστα διατριβῆναι Her. 7, 120; vgl. Thuc. 8, 78; bes. χρόνον, z. B. πολλὸν παρά τινι, Zeit bei etwas hinbringen, verbringen, Her. 1, 24; συχνὸν χρόνον διατρίψας Plat. Phaed. 117 a, u. öfter; ἐν ταῖς ὁδοῖς πολὺν χρόνον δ. Xen. Mem. 2, 1, 15; ἡμέρας τινάς Hell. 6, 5, 39; ἓξ ἔτη διατέτριφε Isocr. 4, 141; ἐνιαυτὸς οὐ διετρίβη Thuc. 1, 125; χρόνος διατριφθεὶς περὶ τὸν λόγον Isocr. 4, 14; dah., mit Auslassung von χρόνον od. ähnlichen Wörtern, = verweilen; – a) zögern; Il. 19, 150; Ar. Vesp. 849; Thuc. 7, 43; Xen. Cyr. 3, 3, 25; sich aufhalten, παρά τινι, Her. 1, 24 u. Folgde. Bes. – b) bei etwas, die Zeit mit etwas hinbringen, sich damit beschäftigen; ἐν γυμνασίοις Ar. Nubb. 1002; ἐν τῇ ζητήσει Plat. Apol. 29 c; ἐν Ὁμήρῳ Ion 530 b; u. so oft Folgde; auch περί τι, z. B. περὶ τοὺς λόγους Plat. Phaed. 90 b, wie Alexis Ath. XII, 544 e; περὶ ποίησιν καὶ φιλοσοφίαν διατετριφότες Aesch. 3, 108, u. A.; πρὸς τοῖς ἔργοις Arist. Pol. 5, 8; vgl. Epicrat. Ath. II, 50 c (v. 3) u. Plut. Marcell. 21; Luc. merc. cond. 8; ἐπὶ τοῖς ἔργοις Dem. 2, 16. u. A.; – μετά τινος, sich unterreden mit, Plat. Apol. 33 b; Phaed. 59 d; auch διατριβὴν διατρίβειν, Legg. VII, 820 c; s. διατριβή; – c. partic., διατρίβουσι μελετῶσαι, sie bringen ihre Zeit mit Uebungen hin, Xen. Cyr. 1, 2, 18; ἵνα μὴ καθ' ἕκαστα λέγων διατρίβω, um mich nicht mit Auseinandersetzung des Einzelnen aufzuhalten, Dem. 1, 9. – c) mit einem neuen acc., hinhalten, verzögern; Od. 2, 265; aufschieben, χόλον, γάμον, Il. 4, 42 Od. 20, 341; auch Ἀχαιοὺς γάμον, sie hält die Achäer mit der Hochzeit hin, 2, 204; ἄριστον, Ar. bei Ath. IV, 171 b; τοὺς πρέσβεις Plut. Her. malign. 41; – μὴ διατρίβωμεν ὁδοῖο, laßt uns mit der Reise nicht zögern, Od. 2, 404. So auch med., μή τι διατριβώμεθα πείρης Ap. Rh. 2, 883.
Greek (Liddell-Scott)
διατρίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω, - Παθ. ἀόρ. β΄ διετρίβην [ῐ]· -τρίβω μεταξύ, τρίβω ἰσχυρῶς, χερσὶ διατρίψας Ἰλ. Λ. 847· -κατατρίβω, καταναλίσκω, φθείρω, πάντα κατατρίβουσιν Ἀχαιοὶ Ὀδ. β.265· χρήματα Θέογν. 917· εἰς αἰτίας ἀλόγους δ. τὸ θεῖον, κατατρίβω, μεταβάλλω τὴν θείαν πρόνοιαν εἰς αἰτίας ἀλόγους, δηλ. ἀπορρίπτω τὴν πρόνοιαν παραδεχόμενος τὴν τύχην, Πλούτ. Νικ. 23.-Παθ., κάκιστα διατριβῆναι, καταστρέφομαι ἐντελῶς, ἀφανίζομαι, Ἡρόδ. 7.120, πρβλ. Θουκ. 8.78, πρβλ. ἐκτρίβω ΙΙ. ΙΙ. δ. χρόνον, Λατ. terere tempus, δαπανῶ χρόνον, Ἡρόδ. 1.189, Λυσ. 97.26· παρά τινι Ἡρόδ. 1.24, κτλ. οὕτω, δ. τινὰς ἡμέρας Ξεν. Ἑλλ. 6.5,49, κτλ.· ἐνιαυτός διετρίβη Θουκ. 1.125. 2) συχνάκις ἀπολ. (ἄνευ τοῦ χρόνον), φθείρω τὸν χρόνον, διέρχομαι αὐτόν ματαίως, οὐ μὴ διατρίψεις, μὴ ἀργοπορήσῃς. Ἀριστοφ. Βατρ. 462· δ. ἐν γυμνασίοις, διέχρχομαι τὸν χρόνον ἐκεῖ, ὁ αὐτ. Νεφ. 1002· ἐν ἄστει Ἀντιφῶν 113.4· ἐν ἀγρῷ Φιλήμ. Πυρρ. 1,6· αὐτοῦ ἔνδον Πλάτ. Πρωτ. 311Α· δ. μετ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. Φαίδωνι 59D, κτλ.· - ἐντεῦθεν, ἀπασχολῶ, ἐνασχολῶ ἐμαυτόν, ἐνασχολοῦμαι, ἐν ζητήσει ὁ αὐτ. Ἀπολ. 29C· ἐν φιλοσοφίᾳ ὁ αὐτ. Θεαιτ. 173C· ἐπί τινι ὁ αύτ. Εὐθυδ. 305Α, Δημ. 22.25· ἀμφί τινι Ξεν. Ἱππ. 2,1· περί τινι Πλάτ. Φαίδωνι 90Β, Ἰσοκρ. 1C· πρὸς ἱππικῇ Πλάτ. Παρμ. 126C· πρὸς τοῖς ἔργοις Ἀριστ. Πολ. 5.8,18 πρὸς φιλοσοφίαν Πλάτ. Πολ. 540Α· μετὰ μετοχ., δ. μελετῶν Ξεν. Κύρ. 1.2,12
β) ὡσαύτως ἀπολ., χάνω καιρόν, ἀργοπορῶ, βραδύνω, Ἰλ. Τ.250, Ἀριστοφ. Ἱππ. 515, κτλ.· λέγε καὶ μὴ διάτριβε Πλάτ. Πολ. 472Β· διατέτριφα, ἔχω ἀφήσει τὸν χρόνον νὰ παρέλθῃ…, ὁ αύτ. Θεαιτ. 143Α·-μετὰ μετοχ., καθ’ ἕκαστα λέγων δ., χάνω καιρὸν ὁμιλῶν, Ἰσοκρ. 34Α, πρβλ. Δημ. 11.19. ΙΙΙ. ἀναβάλλω δι’ ἀργοπορίας παρακωλύω, ἐμποδίζω, μή τι διατρίβειν ἐμὸν χόλον Ἰλ. Δ.42· οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον Ὀδ. Υ.341· ἄριστον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 424· μετὰ διπλῆς αἰτ. προς. καὶ πράγμ., ὄφρα κεν ἥ γε διατρίβησιν Ἀχαιοὺς ὃν γάμον,… τοῖς ἀναβάλλῃ τὸν χρόνον τοῦ γάμου της, Ὀδ. β.204· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος, μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο, ἂς μὴ χάνωμεν πολὺν καιρὸν ἐν τῇ ὁδῷ, καθ’ὁδόν, αὐτόθι 404 οὕτως ἐν μέσῳ τύπῳ, μη τι διατριβώμευθα πείρης Ἀπολλ. Ρόδ. Β.883.
French (Bailly abrégé)
f. διατρίψω, ao.2 Pass. διετρίβην, pf. διατέτριμμαι;
I. frotter ou gratter à travers, d’où
1 arracher en grattant : ῥίζαν IL extirper une racine;
2 user par le frottement ; consumer, perdre, détruire : κάκιστα διατριβῆναι HDT être broyé, càd périr misérablement;
II. particul. passer le temps, d’où
1 avec idée de temps remettre, différer : χόλον IL user la colère (de qqn), en retarder ou en contenir l’explosion ; γάμον OD retarder un mariage ; τινα δ. γάμον OD faire attendre à qqn, càd remettre sans cesse un mariage ; μὴ δ. ὁδοῖο OD ne pas perdre de temps à se mettre en route ; δ. χρόνον HDT employer du temps, passer du temps ; abs. δ. μετά τινος PLAT passer le temps avec qqn, càd s’entretenir avec qqn ; ἔν τινι, περί τι, ἐπί τινι employer son temps à qch, s’occuper de qch ; avec un part., passer son temps à faire qch ; abs., en mauv. part passer son temps, perdre son temps;
2 avec idée de lieu passer son temps qqe part, séjourner : ἐν ταῖς ὁδοῖς XÉN sur les routes.
Étymologie: διά, τρίβω.