ἁρμοστός: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁρμοστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἁρμόζω]], [[καλῶς]] προσαρμοζόμενος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 116· κατά τι Πολύβ. 22. 11, 15· [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], καί μοι λέγειν τοῦτ’ ἔστιν ἀρμοστόν Φιλήμ. Παρ’ Ἀθην. 569D. Ἐπίρρ. -τῶς Πλούτ. 2. 438Α. | |lstext='''ἁρμοστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἁρμόζω]], [[καλῶς]] προσαρμοζόμενος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 116· κατά τι Πολύβ. 22. 11, 15· [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], καί μοι λέγειν τοῦτ’ ἔστιν ἀρμοστόν Φιλήμ. Παρ’ Ἀθην. 569D. Ἐπίρρ. -τῶς Πλούτ. 2. 438Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἁρμόζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A joined, adapted, well-fitted, Hero Spir.1.16, al.; τινὶ κατὰ τὸ πλάτος Plb.21.28.12; suitable, fit, ἁρμοστόν μοι λέγειν τοῦτο Philem. 4.4. Adv. -τῶς Plu.2.438a.
German (Pape)
[Seite 356] zusammengefügt; verlobt, verheirathet; angemessen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμοστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἁρμόζω, καλῶς προσαρμοζόμενος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 116· κατά τι Πολύβ. 22. 11, 15· ἁρμόδιος, κατάλληλος, καί μοι λέγειν τοῦτ’ ἔστιν ἀρμοστόν Φιλήμ. Παρ’ Ἀθην. 569D. Ἐπίρρ. -τῶς Πλούτ. 2. 438Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
adj. verb. de ἁρμόζω.