ὑδατώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδατώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ὕδατι, [[ὑδαρής]], «νερουλός», [[οὖρον]] Ἱππ. Προγν. 40, πρβλ. 986C· ἀντίθετον τῷ [[αἱματώδης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3· [[ὑγρός]], [[ἄνεμος]] ὑδ. ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 6, 20· [[νέφος]] ὑδατωδέστερον [[αὐτόθι]] 3. 6, 2, κτλ.· ὑδ. [[κρύσταλλος]], ἐπὶ πάγου τηκομένου, Θουκ. 3. 23. ΙΙ. [[πλήρης]] ὕδατος, φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 2· [[σφαιρίον]] ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5. 2) [[ὑδρωπικός]], Ἱππ. 1195Α, Γαλην.
|lstext='''ὑδατώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ὕδατι, [[ὑδαρής]], «νερουλός», [[οὖρον]] Ἱππ. Προγν. 40, πρβλ. 986C· ἀντίθετον τῷ [[αἱματώδης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3· [[ὑγρός]], [[ἄνεμος]] ὑδ. ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 6, 20· [[νέφος]] ὑδατωδέστερον [[αὐτόθι]] 3. 6, 2, κτλ.· ὑδ. [[κρύσταλλος]], ἐπὶ πάγου τηκομένου, Θουκ. 3. 23. ΙΙ. [[πλήρης]] ὕδατος, φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 2· [[σφαιρίον]] ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5. 2) [[ὑδρωπικός]], Ἱππ. 1195Α, Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui fond en eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], -ωδης.
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτώδης Medium diacritics: ὑδατώδης Low diacritics: υδατώδης Capitals: ΥΔΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: hydatṓdēs Transliteration B: hydatōdēs Transliteration C: ydatodis Beta Code: u(datw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A watery, οὖρον Hp.Prog.12, cf. Epid.1.26. ί, Sor.1.59, al.; opp. αἱματώδης, Arist.HA586a29; [ἄνεμος] ὑ. Id.Mete.364b21; [νέφος] -έστερον ib.377b6; of signs of the Zodiac, Vett.Val.6.4; ὑ. κρύσταλλος, of melting ice, wet, sloppy, Th.3.23; of taste, watery, insipid, Thphr.HP4.10.3.    II full of water, φύλλα Id.CP2.19.2; σφαιρίον Id.HP3.7.5.    2 dropsical, Hp.Epid.6.7.4.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδατώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ὕδατι, ὑδαρής, «νερουλός», οὖρον Ἱππ. Προγν. 40, πρβλ. 986C· ἀντίθετον τῷ αἱματώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3· ὑγρός, ἄνεμος ὑδ. ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 6, 20· νέφος ὑδατωδέστερον αὐτόθι 3. 6, 2, κτλ.· ὑδ. κρύσταλλος, ἐπὶ πάγου τηκομένου, Θουκ. 3. 23. ΙΙ. πλήρης ὕδατος, φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 2· σφαιρίον ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5. 2) ὑδρωπικός, Ἱππ. 1195Α, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui fond en eau.
Étymologie: ὕδωρ, -ωδης.