πρεμνίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρεμνίζω''': [[ἐκπρεμνίζω]], [[ἐκριζόω]], κοινῶς «ξεριζώνω» ἐπὶ δένδρου, ἐξορύττω αὐτὸ μεθ’ ὅλης τῆς ῥίζης, Λατ. excodicare, Μάρτυρ. παρὰ Δημ. 1074. 13, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 146. ― [[Κατὰ]] Φώτιον: «πρεμνίζειν· καταβάλλειν τὰ πρέμνα· [[τουτέστι]] τὰ παχέα καὶ μεγάλα ξύλα»· ― πρεμνιάζω, «πρεμνιάσαι· ἐκριζῶσαι» Ἡσύχ. | |lstext='''πρεμνίζω''': [[ἐκπρεμνίζω]], [[ἐκριζόω]], κοινῶς «ξεριζώνω» ἐπὶ δένδρου, ἐξορύττω αὐτὸ μεθ’ ὅλης τῆς ῥίζης, Λατ. excodicare, Μάρτυρ. παρὰ Δημ. 1074. 13, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 146. ― [[Κατὰ]] Φώτιον: «πρεμνίζειν· καταβάλλειν τὰ πρέμνα· [[τουτέστι]] τὰ παχέα καὶ μεγάλα ξύλα»· ― πρεμνιάζω, «πρεμνιάσαι· ἐκριζῶσαι» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=arracher avec le tronc, déraciner.<br />'''Étymologie:''' [[πρέμνον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
A stub up, root up, Test. ap. D.43.70 (Pass.), Poll.7.146, Phot.
German (Pape)
[Seite 697] mit Stumpf u. Stiel ausrotten; Poll. 7, 146; B. A. 293; vgl. ἐκπρ.
Greek (Liddell-Scott)
πρεμνίζω: ἐκπρεμνίζω, ἐκριζόω, κοινῶς «ξεριζώνω» ἐπὶ δένδρου, ἐξορύττω αὐτὸ μεθ’ ὅλης τῆς ῥίζης, Λατ. excodicare, Μάρτυρ. παρὰ Δημ. 1074. 13, Πολυδ. Ζ΄, 146. ― Κατὰ Φώτιον: «πρεμνίζειν· καταβάλλειν τὰ πρέμνα· τουτέστι τὰ παχέα καὶ μεγάλα ξύλα»· ― πρεμνιάζω, «πρεμνιάσαι· ἐκριζῶσαι» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
arracher avec le tronc, déraciner.
Étymologie: πρέμνον.