ματρυλεῖον: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ματρῠλεῖον''': τό, ὡς τὸ [[μαστροπεῖον]], [[πορνεῖον]], [[χαμαιτυπεῖον]], Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσι» 4, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ.· ἐν Πλουτ. 2. 1093F, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 188, φέρεται [[ἡμαρτημένως]]: ματρύλλιον ἢ μαστρύλλιον. Καθ’ Ἡσύχ. προπαροξυτόνως: «ματρύλειον· [[τόπος]] τῶν πορνευόντων, [[τουτέστι]] [[πορνεῖον]], [[ὅπου]] οἱ μαστροποί, [[ἤτοι]] μαυλισταὶ διέτριβον». | |lstext='''ματρῠλεῖον''': τό, ὡς τὸ [[μαστροπεῖον]], [[πορνεῖον]], [[χαμαιτυπεῖον]], Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσι» 4, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ.· ἐν Πλουτ. 2. 1093F, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 188, φέρεται [[ἡμαρτημένως]]: ματρύλλιον ἢ μαστρύλλιον. Καθ’ Ἡσύχ. προπαροξυτόνως: «ματρύλειον· [[τόπος]] τῶν πορνευόντων, [[τουτέστι]] [[πορνεῖον]], [[ὅπου]] οἱ μαστροποί, [[ἤτοι]] μαυλισταὶ διέτριβον». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />mauvais lieu, bordel.<br />'''Étymologie:''' DELG de [[μήτηρ]], à travers un diminutif péjoratif. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A brothel, Din.Fr.43.5, Men.Epit.429, Plu.2.752c; written ματρύλλιον or μαστρύλλιον ib.1094a, Poll.6.188.
Greek (Liddell-Scott)
ματρῠλεῖον: τό, ὡς τὸ μαστροπεῖον, πορνεῖον, χαμαιτυπεῖον, Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσι» 4, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ.· ἐν Πλουτ. 2. 1093F, Πολυδ. ϛʹ, 188, φέρεται ἡμαρτημένως: ματρύλλιον ἢ μαστρύλλιον. Καθ’ Ἡσύχ. προπαροξυτόνως: «ματρύλειον· τόπος τῶν πορνευόντων, τουτέστι πορνεῖον, ὅπου οἱ μαστροποί, ἤτοι μαυλισταὶ διέτριβον».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mauvais lieu, bordel.
Étymologie: DELG de μήτηρ, à travers un diminutif péjoratif.