διαχειρίζω: Difference between revisions
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαχειρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· -ἔχω ἀνὰ χεῖρας, κυβερνῶ, [[διευθύνω]], πράγματα, χρήματα, Ἀνδοκ. 21. 43., 19. 13, πρβλ. Λυσ. 115. 16., 156. 13· αἱ ἀρχαὶ δ. πολλὰ τῶν κοινῶν Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 16· -[[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. 638. 42, κτλ. -Παθ., Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[ἐπιβάλλω]] χεῖρας ἐπί τινα, [[φονεύω]], Πολύβ. 8. 23, 8, Πλούτ. 2. 220B. | |lstext='''διαχειρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· -ἔχω ἀνὰ χεῖρας, κυβερνῶ, [[διευθύνω]], πράγματα, χρήματα, Ἀνδοκ. 21. 43., 19. 13, πρβλ. Λυσ. 115. 16., 156. 13· αἱ ἀρχαὶ δ. πολλὰ τῶν κοινῶν Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 16· -[[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. 638. 42, κτλ. -Παθ., Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[ἐπιβάλλω]] χεῖρας ἐπί τινα, [[φονεύω]], Πολύβ. 8. 23, 8, Πλούτ. 2. 220B. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=avoir <i>ou</i> prendre en main, manier, gérer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαχειρίζομαι;<br /><b>1</b> manier, traiter, soigner, acc.;<br /><b>2</b> porter la main sur, tuer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χειρίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
A have in hand, conduct, manage, χρήματα, πράγματα, And.1.147, 2.17, cf. Lys.9.12, Pl.Grg.526b, etc.; αἱ ἀρχαὶ δ. πολλὰ τῶν κοινῶν Arist.Pol.1322b8; χρήματα OGI218.74 (Ilium, iii B.C.), etc.:—so in Med., fut. part. -ιούμενος H.Mul.2.111, etc.:— Pass., X.An.1.9.17. II Med., lay hands on, slay, Plb.8.21.8, Act.Ap.5.30, Plu.2.220b, D.C.72.14.
German (Pape)
[Seite 613] 1) unter den Händen haben, behandeln, verwalten; Plat. Gorg. 526 b; χρήματα, Andoc. 1, 147; πράγματα, 2, 17; τὴν οὐσίαν, Is. 4, 20; Dem. 27, 6; Aesch. 1, 102; ὑπέρ τινος, Lys. 9, 12; auch im med., Hippocr.; πάθη, leiten, Plut. Pericl. 15. – 2) im med., Hand an Einen legen, ihn ermorden, Pol. 8, 23, 8 u. öfter Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαχειρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· -ἔχω ἀνὰ χεῖρας, κυβερνῶ, διευθύνω, πράγματα, χρήματα, Ἀνδοκ. 21. 43., 19. 13, πρβλ. Λυσ. 115. 16., 156. 13· αἱ ἀρχαὶ δ. πολλὰ τῶν κοινῶν Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 16· -οὕτως ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. 638. 42, κτλ. -Παθ., Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. ὡσαύτως, ἐπιβάλλω χεῖρας ἐπί τινα, φονεύω, Πολύβ. 8. 23, 8, Πλούτ. 2. 220B.
French (Bailly abrégé)
avoir ou prendre en main, manier, gérer, acc.;
Moy. διαχειρίζομαι;
1 manier, traiter, soigner, acc.;
2 porter la main sur, tuer, acc..
Étymologie: διά, χειρίζω.