πρόσπτωσις: Difference between revisions
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσπτωσις''': ἡ, τὸ προσπίπτειν ἢ προσκρούειν [[πρός]] τι, Ἱππ. 579. 33· αἱ τοῦ ῥοῦ πρ. Διόδ. 3. 44· πνεύματος Πλούτ. 2. 901F, πρβλ. Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 21, κτλ. | |lstext='''πρόσπτωσις''': ἡ, τὸ προσπίπτειν ἢ προσκρούειν [[πρός]] τι, Ἱππ. 579. 33· αἱ τοῦ ῥοῦ πρ. Διόδ. 3. 44· πνεύματος Πλούτ. 2. 901F, πρβλ. Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 21, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />choc, heurt.<br />'''Étymologie:''' [[προσπίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A falling or lying against, Hp.Nat.Mul.44; impact, αἱ τοῦ ῥοῦ π. D.S.3.44; πνεύματος Placit.4.16.1; φωνῆς Phld. Mus.p.50K., cf. Thphr.Vent.21, Sor.Fract.3 (πρόπτ- cod.), Gal.8.712, etc.; pressure of bandages, Id.18(1).770.
German (Pape)
[Seite 779] ἡ, das Fallen od. Stoßen wogegen; Plut. plac. phil. 4, 16; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσπτωσις: ἡ, τὸ προσπίπτειν ἢ προσκρούειν πρός τι, Ἱππ. 579. 33· αἱ τοῦ ῥοῦ πρ. Διόδ. 3. 44· πνεύματος Πλούτ. 2. 901F, πρβλ. Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 21, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
choc, heurt.
Étymologie: προσπίπτω.