βρῶμα: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βρῶμα''': τό, ([[βιβρώσκω]]) τὸ τρωγόμενον, [[τροφή]], [[φαγητόν]], Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Θουκ. 4. 26 κ. ἀλλ.· μεταφορ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 313· ― [[συχν]]. κατὰ πληθ., Ἀντιφ. Ἀδήλ. 14, Πλάτ., κτλ.· ἀντίθ. τῷ ὄψα, Σωσίπατ. Καταψ. 1. 30. ΙΙ. πληγὴ [[καρκινώδης]], Ἱππ. 1131Ε· συναπτόμενον τῷ ἰός, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Βαρούχ, Ϛ', 11)· ― ὀπὴ, «κούφωμα» ἐν ὀδόντι, Διοσκ. 1.141 κ. ἀλλ.
|lstext='''βρῶμα''': τό, ([[βιβρώσκω]]) τὸ τρωγόμενον, [[τροφή]], [[φαγητόν]], Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Θουκ. 4. 26 κ. ἀλλ.· μεταφορ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 313· ― [[συχν]]. κατὰ πληθ., Ἀντιφ. Ἀδήλ. 14, Πλάτ., κτλ.· ἀντίθ. τῷ ὄψα, Σωσίπατ. Καταψ. 1. 30. ΙΙ. πληγὴ [[καρκινώδης]], Ἱππ. 1131Ε· συναπτόμενον τῷ ἰός, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Βαρούχ, Ϛ', 11)· ― ὀπὴ, «κούφωμα» ἐν ὀδόντι, Διοσκ. 1.141 κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />nourriture, aliment (en général cru).<br />'''Étymologie:''' [[βιβρώσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῶμα Medium diacritics: βρῶμα Low diacritics: βρώμα Capitals: ΒΡΩΜΑ
Transliteration A: brō̂ma Transliteration B: brōma Transliteration C: vroma Beta Code: brw=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (βιβρώσκω)

   A that which is eaten, food, meat, Hp. VM6, Th.4.26, al.: metaph., Ar.Fr.333: freq. in pl., Hp.VM3, Antiph.246, Pl.Criti.115b, etc.; opp. ὄψα, Sosip.1.30.    II cavity in a tooth, Hp.Epid.4.25, Dse.1.105, Archig. ap. Gal.12.859.    2 moth-eating, in pl., LXX Ep.Je.12.    III pl., filth, ordure, prob. in Ev.Marc.7.19; cf. βρῶμος (B).

German (Pape)

[Seite 467] τό, 1) Speise, Hippocr. u. Com. oft; Thuc. 4, 26; bei Plat. gew. mit πῶμα vrbdn, z. B. Critia. 115 b, wie Xen. Mem. 4, 7, 9. – 2) das Angefressene, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

βρῶμα: τό, (βιβρώσκω) τὸ τρωγόμενον, τροφή, φαγητόν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Θουκ. 4. 26 κ. ἀλλ.· μεταφορ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 313· ― συχν. κατὰ πληθ., Ἀντιφ. Ἀδήλ. 14, Πλάτ., κτλ.· ἀντίθ. τῷ ὄψα, Σωσίπατ. Καταψ. 1. 30. ΙΙ. πληγὴ καρκινώδης, Ἱππ. 1131Ε· συναπτόμενον τῷ ἰός, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Βαρούχ, Ϛ', 11)· ― ὀπὴ, «κούφωμα» ἐν ὀδόντι, Διοσκ. 1.141 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourriture, aliment (en général cru).
Étymologie: βιβρώσκω.