ἐμαυτοῦ: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμαυτοῦ''': ἐμαυτῆς, Ἰων. [[ἐμεωυτοῦ]] (ἢ ἐμωυτοῦ), -ῆς: ― Αὐτοπαθὴς [[ἀντωνυμία]] τοῦ α΄ προσώπου, ἐν χρήσει μόνον κατὰ γεν., δοτ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ ἀρσ. καὶ θηλ.· παρ’ Ὁμήρῳ [[διῃρημένως]], ἔμ’ αὐτὸν Ἰλ. Α. 271· ὡς μία [[λέξις]] πρῶτον παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ.· ἐν τῷ πληθ. ἀείποτε [[διῃρημένως]], ἡμῶν αὐτῶν κτλ.· ἐν ἐμαυτῷ συννοεῖσθαι, κατ’ ἐμαυτόν, Ἐυρ. Ὀρ. 634· πρὸς ἐμαυτὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 52, κτλ.· ἐπιτεταμένον, ἴσχυόν τ’ αὐτὸς [[ἐμαυτοῦ]] ὁ αὐτ. Σφ. 357, πρβλ. Λυσ. 1125· [[ἀλλά]], ἐν [[ἐμαυτοῦ]] εῑναι (ἐνν. οἴκῳ), μεταφ., εἶμαι [[κύριος]] [[ἐμαυτοῦ]], Πλάτ. Χαρμ. 115D· περὶ ὀνομαστ. ἐμαυτὸς πρβλ. Meineke εἰς Πλάτ. Κωμ. ἐν «Μετοίκοις» 2 (Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. σ. 348C καὶ 404Β). ― Ἴδε [[σεαυτοῦ]], ἐαυτοῦ.
|lstext='''ἐμαυτοῦ''': ἐμαυτῆς, Ἰων. [[ἐμεωυτοῦ]] (ἢ ἐμωυτοῦ), -ῆς: ― Αὐτοπαθὴς [[ἀντωνυμία]] τοῦ α΄ προσώπου, ἐν χρήσει μόνον κατὰ γεν., δοτ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ ἀρσ. καὶ θηλ.· παρ’ Ὁμήρῳ [[διῃρημένως]], ἔμ’ αὐτὸν Ἰλ. Α. 271· ὡς μία [[λέξις]] πρῶτον παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ.· ἐν τῷ πληθ. ἀείποτε [[διῃρημένως]], ἡμῶν αὐτῶν κτλ.· ἐν ἐμαυτῷ συννοεῖσθαι, κατ’ ἐμαυτόν, Ἐυρ. Ὀρ. 634· πρὸς ἐμαυτὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 52, κτλ.· ἐπιτεταμένον, ἴσχυόν τ’ αὐτὸς [[ἐμαυτοῦ]] ὁ αὐτ. Σφ. 357, πρβλ. Λυσ. 1125· [[ἀλλά]], ἐν [[ἐμαυτοῦ]] εῑναι (ἐνν. οἴκῳ), μεταφ., εἶμαι [[κύριος]] [[ἐμαυτοῦ]], Πλάτ. Χαρμ. 115D· περὶ ὀνομαστ. ἐμαυτὸς πρβλ. Meineke εἰς Πλάτ. Κωμ. ἐν «Μετοίκοις» 2 (Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. σ. 348C καὶ 404Β). ― Ἴδε [[σεαυτοῦ]], ἐαυτοῦ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς, <i>sans neutre;<br />dat.</i> -ῷ, -ῇ, <i>acc</i>. -όν, -ήν ; <i>pl.</i> [[ἡμῶν]] αὐτῶν, <i>etc;<br />pron. réfl. de la 1ᵉ pers.</i><br /><b>1</b> de moi-même, à moi-même, <i>etc.</i><br /><b>2</b> <i>syn. de</i> [[ἐμός]] : οἰκέτας [[ἐμαυτοῦ]] SOPH serviteurs attachés à ma personne, mes serviteurs.<br />'''Étymologie:''' th. ἐμε-, v. [[ἐγώ]] et [[αὐτός]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμαυτοῦ Medium diacritics: ἐμαυτοῦ Low diacritics: εμαυτού Capitals: ΕΜΑΥΤΟΥ
Transliteration A: emautoû Transliteration B: emautou Transliteration C: emaftoy Beta Code: e)mautou=

English (LSJ)

ἐμαυτῆς, reflexive Pron. of first pers.,

   A of me, of myself: only gen., dat., and acc. sg., both masc. and fem.: not found in early Ep.; Aeol. ἔμ' αὔτῳ, ἔμ' αὔτᾳ, Alc.72, Sapph.Supp.15.11, cf. A.D. Pron.80.10; ἐμαυτόν is dub. in Xenoph. (PLG2p.116B.) and Anacr. 64; Ion. ἐμεωυτοῦ Hdt.4.97 (but ἐμωυτοῦ A.D.Pron.74.4), ἐμεωυτῷ Hdt.3.142, ἐμεωυτόν Heraclit.101; ἐμᾱτοῦ, ἐμᾱτόν, Lyr.Alex.Adesp.4.23, SIG741.12 (i B.C.): in pl. always separated, ἡμῶν αὐτῶν, etc.; ἐν ἐμαυτῷ συννοεῖσθαι in or with oneself, E.Or.634; πρὸς ἐμαυτόν Ar. Ra.53, etc.; strengthd., ἴσχυόν τ' αὐτὸς ἐμαυτοῦ Id.V.357, cf. Lys. 1125; but ἐν ἐμαυτοῦ (sc. οἴκῳ) εἶναι, metaph., to be master of oneself, Pl.Chrm.155d: nom. ἐμαυτός, com. formation in Pl.Com.78.

German (Pape)

[Seite 803] ἐμαυτῆς, ion. ἐμεωυτοῦ, reflexives Pronomen der ersten Person, meiner selbst, meiner; nur sing. gen., dat., acc. masc. u. fem.; den nom. ἐμαυτός bildete ein com. zum Scherz, nach Apoll. pron. 404 b. Bei Hom. noch getrennt, καὶ μαχόμην κατ' ἔμ' αὐτὸν ἐγώ Il. 1, 271. Bei Her. u. den Attikern in Sätzen, wo ich das subj. ist, stets alle Beziehungen auf das subj. auszudrücken, oft ohne besonderen Nachdruck; ἐμαυτῆς δύσφορον λέξω βίον Aesch. Ag. 833; φράσαι θέλω τοι πρῶτα τἀμαυτοῦ Soph. Ant. 238.; ὡς ἐμαυτῷ θρέμμα θρεψαί. μην ἐγώ O. R. 1143; ὅπως ἐμαυτὴν κλαύσω Ant. 1116; ἀκούω χρῆσθαι – τὸν ὁμώνυμον ἐμαυτῷ Dem. 3, 21. Vgl. ἑαυτοῦ; ἐν ἐμαυτῷ, s. ἐν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμαυτοῦ: ἐμαυτῆς, Ἰων. ἐμεωυτοῦ (ἢ ἐμωυτοῦ), -ῆς: ― Αὐτοπαθὴς ἀντωνυμία τοῦ α΄ προσώπου, ἐν χρήσει μόνον κατὰ γεν., δοτ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ ἀρσ. καὶ θηλ.· παρ’ Ὁμήρῳ διῃρημένως, ἔμ’ αὐτὸν Ἰλ. Α. 271· ὡς μία λέξις πρῶτον παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ.· ἐν τῷ πληθ. ἀείποτε διῃρημένως, ἡμῶν αὐτῶν κτλ.· ἐν ἐμαυτῷ συννοεῖσθαι, κατ’ ἐμαυτόν, Ἐυρ. Ὀρ. 634· πρὸς ἐμαυτὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 52, κτλ.· ἐπιτεταμένον, ἴσχυόν τ’ αὐτὸς ἐμαυτοῦ ὁ αὐτ. Σφ. 357, πρβλ. Λυσ. 1125· ἀλλά, ἐν ἐμαυτοῦ εῑναι (ἐνν. οἴκῳ), μεταφ., εἶμαι κύριος ἐμαυτοῦ, Πλάτ. Χαρμ. 115D· περὶ ὀνομαστ. ἐμαυτὸς πρβλ. Meineke εἰς Πλάτ. Κωμ. ἐν «Μετοίκοις» 2 (Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. σ. 348C καὶ 404Β). ― Ἴδε σεαυτοῦ, ἐαυτοῦ.

French (Bailly abrégé)

ῆς, sans neutre;
dat.
-ῷ, -ῇ, acc. -όν, -ήν ; pl. ἡμῶν αὐτῶν, etc;
pron. réfl. de la 1ᵉ pers.

1 de moi-même, à moi-même, etc.
2 syn. de ἐμός : οἰκέτας ἐμαυτοῦ SOPH serviteurs attachés à ma personne, mes serviteurs.
Étymologie: th. ἐμε-, v. ἐγώ et αὐτός.