ἀπερίεργος: Difference between revisions
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερίεργος''': -ον, [[ἀπέριττος]], μὴ ἐξεζητημένος, [[ἁπλοῦς]], [[λιτός]], [[ἀφελής]], Ἱππ. 22. 42, Ἀθήν. 274Α. ― Ὑπερθ. ἀπεριεργότατα ὁ αὐτὸς 274Β· ―τὸ ἀπερίεργον, τὸ ἀφελές, ἡ [[ἁπλότης]], Πλούτ. 2. 1144Ε· πρβλ. Αἰλ. Π. Ἱ. 12. 1. ― Ἐπίρρ. -γως Κέβης 21. | |lstext='''ἀπερίεργος''': -ον, [[ἀπέριττος]], μὴ ἐξεζητημένος, [[ἁπλοῦς]], [[λιτός]], [[ἀφελής]], Ἱππ. 22. 42, Ἀθήν. 274Α. ― Ὑπερθ. ἀπεριεργότατα ὁ αὐτὸς 274Β· ―τὸ ἀπερίεργον, τὸ ἀφελές, ἡ [[ἁπλότης]], Πλούτ. 2. 1144Ε· πρβλ. Αἰλ. Π. Ἱ. 12. 1. ― Ἐπίρρ. -γως Κέβης 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non recherché, simple ; τὸ ἀπερίεργον simplicité.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[περίεργος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not over-busy, artless, simple, Hp. Decent.3; ἀγωγή Gal.13.168; of things, Dsc.Eup.1.35, Sor.2.11; ἀφελὴς καὶ ἀ. χρῆσις Ath.6.274a: Sup., ib.b; τὸ ἀ. simplicity, Plu.2.1144f, Ach.Tat.5.27. Adv. -γως Ceb.21, D.H.Dem.9, Sor.1.46, S.E. P.1.240, Ael.VH12.1.
German (Pape)
[Seite 287] ohne Umstände, kunstlos, einfach, βρωτὰ ἀπεριεργότατα Ath. VI, 274 b; Ael. V. H. 12, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίεργος: -ον, ἀπέριττος, μὴ ἐξεζητημένος, ἁπλοῦς, λιτός, ἀφελής, Ἱππ. 22. 42, Ἀθήν. 274Α. ― Ὑπερθ. ἀπεριεργότατα ὁ αὐτὸς 274Β· ―τὸ ἀπερίεργον, τὸ ἀφελές, ἡ ἁπλότης, Πλούτ. 2. 1144Ε· πρβλ. Αἰλ. Π. Ἱ. 12. 1. ― Ἐπίρρ. -γως Κέβης 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non recherché, simple ; τὸ ἀπερίεργον simplicité.
Étymologie: ἀ, περίεργος.