ἀπαράλλακτος: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαράλλακτος''': -ον, ὁ μὴ μεταβαλλόμενος ἢ μεταβληθείς, [[ἀμετάβλητος]], Διον. Ἁλ. 2. 71, Διοδ. 1. 91, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 3: ― [[μετὰ]] δοτ., ἀκριβῶς [[ὅμοιος]], [[ἀπαράλλακτος]], Ὠριγέν. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθήν. 26Λ, κτλ. Ἐντεῦθεν τὸ [[ῥῆμα]] ἀπαραλλακτέω, Βυζ.
|lstext='''ἀπαράλλακτος''': -ον, ὁ μὴ μεταβαλλόμενος ἢ μεταβληθείς, [[ἀμετάβλητος]], Διον. Ἁλ. 2. 71, Διοδ. 1. 91, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 3: ― [[μετὰ]] δοτ., ἀκριβῶς [[ὅμοιος]], [[ἀπαράλλακτος]], Ὠριγέν. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθήν. 26Λ, κτλ. Ἐντεῦθεν τὸ [[ῥῆμα]] ἀπαραλλακτέω, Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non différent, tout à fait semblable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παραλλάσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράλλακτος Medium diacritics: ἀπαράλλακτος Low diacritics: απαράλλακτος Capitals: ΑΠΑΡΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: aparállaktos Transliteration B: aparallaktos Transliteration C: aparallaktos Beta Code: a)para/llaktos

English (LSJ)

ον,

   A precisely similar, indistinguishable, Stoic.2.26, al., cf. Phld.Sign.15, al., D.H.2.71, D.S.1.91, Plu.Alex.57, Plot.5.7.3; ἀ. ἁρμονία πρὸς τὸ ἀρχέτυπον Jul.Or.2.93a: c. gen., indistinguishable from, Phld.Po.994.26: c.dat., exactly like, D.S.2.50. Adv. -τως unchangeably, LXXEs.3.13, BMus.Inscr.481*.402 (Ephesus), Theo Sm.p.172 H.; in precisely similar terms, Ath.1.26a, etc.; indistinguishably, Stoic.2.190, al., Plot.2.1.2.

German (Pape)

[Seite 279] 1) unverändert, unveränderlich, Plut. Tib. Gr. 3; adv., Ath. I, 26 a. – 2) nicht verschieden, ganz ähnlich, τινί D. Sic. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράλλακτος: -ον, ὁ μὴ μεταβαλλόμενος ἢ μεταβληθείς, ἀμετάβλητος, Διον. Ἁλ. 2. 71, Διοδ. 1. 91, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 3: ― μετὰ δοτ., ἀκριβῶς ὅμοιος, ἀπαράλλακτος, Ὠριγέν. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀθήν. 26Λ, κτλ. Ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ἀπαραλλακτέω, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non différent, tout à fait semblable.
Étymologie: ἀ, παραλλάσσω.