3,274,408
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόδημος''': Δωρ. -δᾱμος, ον, ὁ ἀποδημῶν, ὁ ζῶν ἢ ταξειδεύων ἐν ξένῃ χώρᾳ, Πινδ. Π. 4. 8., Πλούτ. 2. 799F, κτλ.· ἀπ. ἐπέρχεσθαι, ἐκ τῆς ξένης, Συλλ. Ἐπιγρ. 3344Α: - ἧττον Ἀττ. τοῦ [[ἔκδημος]], «[[ἔκδημος]], Ἀττικῶς· [[ἀπόδημος]], Ἑλληνικῶς» Μοῖρ. 143. | |lstext='''ἀπόδημος''': Δωρ. -δᾱμος, ον, ὁ ἀποδημῶν, ὁ ζῶν ἢ ταξειδεύων ἐν ξένῃ χώρᾳ, Πινδ. Π. 4. 8., Πλούτ. 2. 799F, κτλ.· ἀπ. ἐπέρχεσθαι, ἐκ τῆς ξένης, Συλλ. Ἐπιγρ. 3344Α: - ἧττον Ἀττ. τοῦ [[ἔκδημος]], «[[ἔκδημος]], Ἀττικῶς· [[ἀπόδημος]], Ἑλληνικῶς» Μοῖρ. 143. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui voyage hors de son pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δῆμος]]. | |||
}} | }} |