ἀποστέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποστέλλω''': μέλλ. -στελῶ: [[στέλλω]] ἐκτὸς ἢ [[μακράν]] ἀπό, μή μ’… τῆσδ’ ἀποστείλητε γῆς Σοφ. Ἠλ. 71, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 281· τῆσδ’ ἀπ. χθονὸς ὁ αὐτ. Κύκλ. 468· ἔξω χθονὸς ὁ αὐτ. Φοίν. 485· ἐκ τῆς πόλεως Πλάτ. Πολ. 607Β: ἀπολ., [[στέλλω]] [[μακράν]], [[ἐξορίζω]], Σοφ. Φ. 450, Εὐρ. Ἑκ. 731: - Παθ. [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ, «ξεκινῶ», Σοφ. Ο. Τ. 115· ἀποστέλλου χθονὸς Εὐρ. Ἱκ. 582· δόμων... τῶν ἐμῶν ἀπεστάλης ὁ αὐτ. Ἑλ. 650· φυγὰς ἀποσταλεὶς ὁ αὐτ. Φοίν. 319· [[πρός]] σε δεῦρ’ ἀπεστάλην ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1409. ΙΙ. [[στέλλω]] [[μακράν]], [[ἀποστέλλω]] πρὸς ἐργασίαν τινὰ ἢ ὑπηρεσίαν, Σοφ. Φ. 125, 1297, κτλ.· αὕτη ἡ [[συνήθης]] σημασ. παρὰ τοῖς πεζοῖς, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀγγελιαφόρων, πλοίων, κλ., Ἡρόδ. 1. 46, 123, κ. ἀλλ.· [[νέας]] ἐπί τινα ὁ αὐτ. 7. 235, πρβλ. 8. 64· στρατὸν [[παρά]] τινα ὁ αὐτ. 5. 32· [[ναῦς]] αὐτοῖς ἀπ. βοηθοὺς Θουκ. 1. 45: - [[ὡσαύτως]], ἀπ. ἀποικίην Ἡρόδ. 4. 150· οἰκιστὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 2· πρεσβείαν Θουκ. 3. 28· ἀγγέλους Ξεν. Ἀν. 2. 1, 5, κτλ.·- μετ’ ἀπαρ. οἱ ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 3. 26, πρβλ. 5. 33: - Παθ. ἀποστέλλομαι, ἐκπέμπομαι, ὁ αὐτ. 3. 26. ΙΙΙ. [[ἀποβάλλω]], [[ἀπεκδύομαι]], [[θαἰμάτια]] Ἀριστοφ. Λυσ. 1084, πρβλ. [[στολή]]. IV. ἀμετάβ., [[ὑποστρέφω]], ἀποσύρομαι, ὑποχωρῶ, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Θουκ. 3. 89· ἐπὶ ναυτῶν Δημ. 883. 15.
|lstext='''ἀποστέλλω''': μέλλ. -στελῶ: [[στέλλω]] ἐκτὸς ἢ [[μακράν]] ἀπό, μή μ’… τῆσδ’ ἀποστείλητε γῆς Σοφ. Ἠλ. 71, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 281· τῆσδ’ ἀπ. χθονὸς ὁ αὐτ. Κύκλ. 468· ἔξω χθονὸς ὁ αὐτ. Φοίν. 485· ἐκ τῆς πόλεως Πλάτ. Πολ. 607Β: ἀπολ., [[στέλλω]] [[μακράν]], [[ἐξορίζω]], Σοφ. Φ. 450, Εὐρ. Ἑκ. 731: - Παθ. [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ, «ξεκινῶ», Σοφ. Ο. Τ. 115· ἀποστέλλου χθονὸς Εὐρ. Ἱκ. 582· δόμων... τῶν ἐμῶν ἀπεστάλης ὁ αὐτ. Ἑλ. 650· φυγὰς ἀποσταλεὶς ὁ αὐτ. Φοίν. 319· [[πρός]] σε δεῦρ’ ἀπεστάλην ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1409. ΙΙ. [[στέλλω]] [[μακράν]], [[ἀποστέλλω]] πρὸς ἐργασίαν τινὰ ἢ ὑπηρεσίαν, Σοφ. Φ. 125, 1297, κτλ.· αὕτη ἡ [[συνήθης]] σημασ. παρὰ τοῖς πεζοῖς, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀγγελιαφόρων, πλοίων, κλ., Ἡρόδ. 1. 46, 123, κ. ἀλλ.· [[νέας]] ἐπί τινα ὁ αὐτ. 7. 235, πρβλ. 8. 64· στρατὸν [[παρά]] τινα ὁ αὐτ. 5. 32· [[ναῦς]] αὐτοῖς ἀπ. βοηθοὺς Θουκ. 1. 45: - [[ὡσαύτως]], ἀπ. ἀποικίην Ἡρόδ. 4. 150· οἰκιστὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 2· πρεσβείαν Θουκ. 3. 28· ἀγγέλους Ξεν. Ἀν. 2. 1, 5, κτλ.·- μετ’ ἀπαρ. οἱ ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 3. 26, πρβλ. 5. 33: - Παθ. ἀποστέλλομαι, ἐκπέμπομαι, ὁ αὐτ. 3. 26. ΙΙΙ. [[ἀποβάλλω]], [[ἀπεκδύομαι]], [[θαἰμάτια]] Ἀριστοφ. Λυσ. 1084, πρβλ. [[στολή]]. IV. ἀμετάβ., [[ὑποστρέφω]], ἀποσύρομαι, ὑποχωρῶ, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Θουκ. 3. 89· ἐπὶ ναυτῶν Δημ. 883. 15.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> envoyer : [[παρά]] τινα auprès de qqn ; <i>en gén.</i> envoyer, acc. ; <i>Pass.</i> [[οἱ]] ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι HDT ceux qui avaient été envoyés pour l’expédition;<br /><b>2</b> faire partir, renvoyer, acc. ; <i>en mauv. part</i> chasser, bannir ; <i>Pass.</i> s’éloigner;<br /><b>3</b> retirer : θάλατταν THC causer un retrait de la mer <i>en parl. d’un tremblement de terre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[στέλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστέλλω Medium diacritics: ἀποστέλλω Low diacritics: αποστέλλω Capitals: ΑΠΟΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: apostéllō Transliteration B: apostellō Transliteration C: apostello Beta Code: a)poste/llw

English (LSJ)

fut. -στελῶ: aor. ἀπέστειλα (v. infr.):—

   A send off or away from, μή μ' . . τῆσδ' ἀποστείλητε γῆς S.El.71, cf. E.Med.281; τῆσδ' ἀ. χθονός Id.Cyc.468; ἔξω χθονός Id.Ph.485; ἐκ τῆς πόλεως Pl.R.607b; send away, banish, τὰ δίκαια S.Ph.450; τινά E.Hec. 731:—Pass., go away, depart, S.OT115; ἀποστέλλου χθονός E.Supp. 582; δόμων . . τῶν ἐμῶν ἀπεστάλης Id.Hel.660; φυγὰς ἀποσταλείς Id.Ph.319(lyr.); πρὸς σὲ δεῦρ' ἀπεστάλην Id.IT1409.    II dispatch, on some mission or service, S.Ph.125,1297, etc.; freq. of messengers or forces, Hdt.1.46,123; νέας ἐπὶ χώρην Id.7.235, cf. 8.64; στρατὸν παρά τινα Id.5.32; ναῦς αὐτοῖς ἀ. βοηθούς Th.1.45: also ἀ. ἀποικίην Hdt.4.150; οἰκιστάς (as a form of banishment), Arist.Pol.1306b31; πρεσβείαν Th.3.28; ἀγγέλους X.An.2.1.5, etc.; ἀπαρχὴν εἰς Δελφούς Arist.Fr.485:—Pass., c. inf., οἱ ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι Id.3.26, cf. 5.33; ἀποσταλθέντες GDI5186.4(Cret.).    III put off, doff, θαἰμάτια Ar.Lys.1084.    IV intr., retire, withdraw, of the sea, Th. 3.89; of persons, οἴκαδε D.32.5.

German (Pape)

[Seite 326] wegschicken, ἄτιμον τῆσδε γῆς, verbannen, Soph. El. 71; ἐκ τῆς πόλεως Plat. Rep. X, 607 b; ἔξω χθονός Eur. Phoen. 488; ein Schiff, verschlagen, Cycl. 111; bes. als Gesandten mit Aufträgen schicken, πρός τινα Her. 5, 32; εἰς τὰς Ἀθήνας Thuc. 2, 12; Folgde; ἀποστόλους, θεωρίας, Dem. 18, 80. 91; τὴν γνώμην 7, 19; entlassen, ἀγγέλους Xen. An. 2, 1, 5; abschicken, bes. ein Schiff, Dem. 47, 50; übh. schicken, Xen. Cyr. 7, 4. 8; λόγον σοι δῶρον Isocr. 1, 2; τινί τι Thuc. 1, 45; τὴν θάλασσαν, zurückdrängen, 3, 89, wie θοἰμάτιον, aufschürzen, Ar. Lys. 1084. – Pass., weggehen, ἀπεστάλη Soph. O. R. 115; χθονός Eur. Suppl. 598; bes. zu Schiffe abfahren, ἐκ τῶν ἐμπορίων Dem. 34, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστέλλω: μέλλ. -στελῶ: στέλλω ἐκτὸς ἢ μακράν ἀπό, μή μ’… τῆσδ’ ἀποστείλητε γῆς Σοφ. Ἠλ. 71, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 281· τῆσδ’ ἀπ. χθονὸς ὁ αὐτ. Κύκλ. 468· ἔξω χθονὸς ὁ αὐτ. Φοίν. 485· ἐκ τῆς πόλεως Πλάτ. Πολ. 607Β: ἀπολ., στέλλω μακράν, ἐξορίζω, Σοφ. Φ. 450, Εὐρ. Ἑκ. 731: - Παθ. ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ, «ξεκινῶ», Σοφ. Ο. Τ. 115· ἀποστέλλου χθονὸς Εὐρ. Ἱκ. 582· δόμων... τῶν ἐμῶν ἀπεστάλης ὁ αὐτ. Ἑλ. 650· φυγὰς ἀποσταλεὶς ὁ αὐτ. Φοίν. 319· πρός σε δεῦρ’ ἀπεστάλην ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1409. ΙΙ. στέλλω μακράν, ἀποστέλλω πρὸς ἐργασίαν τινὰ ἢ ὑπηρεσίαν, Σοφ. Φ. 125, 1297, κτλ.· αὕτη ἡ συνήθης σημασ. παρὰ τοῖς πεζοῖς, κυρίως ἐπὶ ἀγγελιαφόρων, πλοίων, κλ., Ἡρόδ. 1. 46, 123, κ. ἀλλ.· νέας ἐπί τινα ὁ αὐτ. 7. 235, πρβλ. 8. 64· στρατὸν παρά τινα ὁ αὐτ. 5. 32· ναῦς αὐτοῖς ἀπ. βοηθοὺς Θουκ. 1. 45: - ὡσαύτως, ἀπ. ἀποικίην Ἡρόδ. 4. 150· οἰκιστὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 2· πρεσβείαν Θουκ. 3. 28· ἀγγέλους Ξεν. Ἀν. 2. 1, 5, κτλ.·- μετ’ ἀπαρ. οἱ ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 3. 26, πρβλ. 5. 33: - Παθ. ἀποστέλλομαι, ἐκπέμπομαι, ὁ αὐτ. 3. 26. ΙΙΙ. ἀποβάλλω, ἀπεκδύομαι, θαἰμάτια Ἀριστοφ. Λυσ. 1084, πρβλ. στολή. IV. ἀμετάβ., ὑποστρέφω, ἀποσύρομαι, ὑποχωρῶ, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Θουκ. 3. 89· ἐπὶ ναυτῶν Δημ. 883. 15.

French (Bailly abrégé)

1 envoyer : παρά τινα auprès de qqn ; en gén. envoyer, acc. ; Pass. οἱ ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι HDT ceux qui avaient été envoyés pour l’expédition;
2 faire partir, renvoyer, acc. ; en mauv. part chasser, bannir ; Pass. s’éloigner;
3 retirer : θάλατταν THC causer un retrait de la mer en parl. d’un tremblement de terre.
Étymologie: ἀπό, στέλλω.