ἀποσπασμός: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσπασμός''': ὁ, ἀποχωρισμός, Πλόυτ. 2. 77C. ΙΙ, [[διαίρεσις]], [[διαχωρισμός]], ὁ τῆς συνοδίας [[ἀποσπασμός]], εἰς [[τἀναντία]] τῆς ὁδοῦ οὔσης, Στράβ. 346· τῶν ἀναγκαιοτάτων Διον. Ἁλ. 5. 55. | |lstext='''ἀποσπασμός''': ὁ, ἀποχωρισμός, Πλόυτ. 2. 77C. ΙΙ, [[διαίρεσις]], [[διαχωρισμός]], ὁ τῆς συνοδίας [[ἀποσπασμός]], εἰς [[τἀναντία]] τῆς ὁδοῦ οὔσης, Στράβ. 346· τῶν ἀναγκαιοτάτων Διον. Ἁλ. 5. 55. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de déchirer, d’arracher.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποσπάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A tearing away, severing, Plu.2.77c; νεύρου Gal.18(1).736. II being torn away, separation, severance, ὁ τῆς συνοδίας ἀ. Str.8.3.17; τῶν ἀναγκαιοτάτων D.H.5.55, cf. Phld.λιβ. p.4O.; -μοὶ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος Id.Mort. 9.
German (Pape)
[Seite 325] ὁ, das Abziehen, Trennung, Plut. prof. virt. sent. p. 247; Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπασμός: ὁ, ἀποχωρισμός, Πλόυτ. 2. 77C. ΙΙ, διαίρεσις, διαχωρισμός, ὁ τῆς συνοδίας ἀποσπασμός, εἰς τἀναντία τῆς ὁδοῦ οὔσης, Στράβ. 346· τῶν ἀναγκαιοτάτων Διον. Ἁλ. 5. 55.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de déchirer, d’arracher.
Étymologie: ἀποσπάω.