ἀρκεόντως: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρκεόντως''': Ἀττ. συνῃρ. [[ἀρκούντως]], ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[ἀρκέω]], ἀρκετά, ἀφθόνως, [[ἀρκούντως]] ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· [[ἀρκεόντως]] ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. [[ποδώκης]], ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.
|lstext='''ἀρκεόντως''': Ἀττ. συνῃρ. [[ἀρκούντως]], ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[ἀρκέω]], ἀρκετά, ἀφθόνως, [[ἀρκούντως]] ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· [[ἀρκεόντως]] ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. [[ποδώκης]], ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀρκούντως]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρκεόντως Medium diacritics: ἀρκεόντως Low diacritics: αρκεόντως Capitals: ΑΡΚΕΟΝΤΩΣ
Transliteration A: arkeóntōs Transliteration B: arkeontōs Transliteration C: arkeontos Beta Code: a)rkeo/ntws

English (LSJ)

Att. contr. ἀρκούντως, (ἀρκέω)

   A enough, abundantly, ἀ. ἔχει A.Ch.892, Th.1.22, Hp.Mul.2.162; ἀ. λέγεται Arist.EN1102a27; τοῦ βίον ἀ. ἔχειν Ps.-Hdt.Vit.Hom.7; ἀ. ποδώκης swift enough, X.Eq.3.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρκεόντως: Ἀττ. συνῃρ. ἀρκούντως, ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἀρκέω, ἀρκετά, ἀφθόνως, ἀρκούντως ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· ἀρκεόντως ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. ποδώκης, ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.

French (Bailly abrégé)

c. ἀρκούντως.