ἀρτιτελής: Difference between revisions
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρτιτελής''': -ές, ὁ νεωστὶ μυηθεὶς εἰς μυστήρια, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Α. ΙΙ. ὁ ἄρτι συντελεσθείς, τελειωθείς, Νόνν. Δ. 26. 46. | |lstext='''ἀρτιτελής''': -ές, ὁ νεωστὶ μυηθεὶς εἰς μυστήρια, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Α. ΙΙ. ὁ ἄρτι συντελεσθείς, τελειωθείς, Νόνν. Δ. 26. 46. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> nouvellement initié;<br /><b>2</b> récemment accompli.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[τέλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A newly initiated, Pl.Phdr.251a. II fully formed, Thphr.HP2.5.5; just finished, Nonn.D.26.46.
German (Pape)
[Seite 362] ές, eben eingeweiht, Plat. Phaedr. 231 a; vollkommen, Pol. 6, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιτελής: -ές, ὁ νεωστὶ μυηθεὶς εἰς μυστήρια, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Α. ΙΙ. ὁ ἄρτι συντελεσθείς, τελειωθείς, Νόνν. Δ. 26. 46.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 nouvellement initié;
2 récemment accompli.
Étymologie: ἄρτι, τέλος.