ἀσχημονέω: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσχημονέω''': φέρομαι ἀσχημόνως, [[καταισχύνω]] ἐμαυτόν, αἰσχύνης ἄξια [[πράττω]], Εὐρ. Ἑκ. 407, Κρατῖν. ἐν «Πανόπταις» 4, Πλάτ. Πολ. 506D, κτλ.· ὡσάυτως, ἢ ἄλλα ἀσχημονοίη Δημ. 609. 17· ἄσχ. τἀ δεινότατα ὁ αὐτ. 1396. 26· μηδὲν ἄσχ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 10: ― [[μετὰ]] μετοχ., Πλούτ. 2.178D. ― Παθ., πολλὰ ἀσχημονεῖται, πολλὰ ἀπρεπῆ πράττονται, Διον. Ἁλ. 2, 26.
|lstext='''ἀσχημονέω''': φέρομαι ἀσχημόνως, [[καταισχύνω]] ἐμαυτόν, αἰσχύνης ἄξια [[πράττω]], Εὐρ. Ἑκ. 407, Κρατῖν. ἐν «Πανόπταις» 4, Πλάτ. Πολ. 506D, κτλ.· ὡσάυτως, ἢ ἄλλα ἀσχημονοίη Δημ. 609. 17· ἄσχ. τἀ δεινότατα ὁ αὐτ. 1396. 26· μηδὲν ἄσχ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 10: ― [[μετὰ]] μετοχ., Πλούτ. 2.178D. ― Παθ., πολλὰ ἀσχημονεῖται, πολλὰ ἀπρεπῆ πράττονται, Διον. Ἁλ. 2, 26.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir une mauvaise tenue, se tenir avec inconvenance, manquer aux bienséances.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσχήμων]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσχημονέω Medium diacritics: ἀσχημονέω Low diacritics: ασχημονέω Capitals: ΑΣΧΗΜΟΝΕΩ
Transliteration A: aschēmonéō Transliteration B: aschēmoneō Transliteration C: aschimoneo Beta Code: a)sxhmone/w

English (LSJ)

   A behave unseemly, disgrace oneself, E.Hec.407, Cratin. 151, Pl.R.506d, etc.: c. acc. cogn., ἀ. ἄλλα ἅ . . D.22.53; ἀ. τὰ δεινότατα Id.60.25; μηδὲν ἀ. Arist.Pol.1273a34, cf. EN1119a30: c. part., Plu.2.178d:—Pass., πολλὰ ἀσχημονεῖται many unseemly things are done, D.H.2.26.

German (Pape)

[Seite 382] sich unanständig betragen, Eur. Hec. 407; ἀσχημονῶν γέλωτα ὀφλήσω Plat. Rep. VI, 506 d; τὰ δεινότατα Dem. 60, 25; vgl. ἄλλα ἀσχ. ἃ δούλων ἐστὶν ἔργα 22, 53; Aesch. 2, 151; εἴς τινα Dion. Hal. 2, 26; ὑπόθεσις ἀσχημονοῦσα, unanständig, Luc. Nigr. 8; Plut. Phoc. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσχημονέω: φέρομαι ἀσχημόνως, καταισχύνω ἐμαυτόν, αἰσχύνης ἄξια πράττω, Εὐρ. Ἑκ. 407, Κρατῖν. ἐν «Πανόπταις» 4, Πλάτ. Πολ. 506D, κτλ.· ὡσάυτως, ἢ ἄλλα ἀσχημονοίη Δημ. 609. 17· ἄσχ. τἀ δεινότατα ὁ αὐτ. 1396. 26· μηδὲν ἄσχ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 10: ― μετὰ μετοχ., Πλούτ. 2.178D. ― Παθ., πολλὰ ἀσχημονεῖται, πολλὰ ἀπρεπῆ πράττονται, Διον. Ἁλ. 2, 26.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir une mauvaise tenue, se tenir avec inconvenance, manquer aux bienséances.
Étymologie: ἀσχήμων.