Ἀχελῷος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἀχελῷος''': ποιητ. Ἀχελώιος, ὁ, [[ὄνομα]] διαφόρων ποταμῶν, ὁ γνωστότατος δ’ ἐξ αὐτῶν [[εἶναι]] ὁ ῥέων διὰ τῆς Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, ἤδη καλούμενος Ἀσπροπόταμον, Ἰλ. Φ. 194, Ἡσ. Θ. 340· [[ἕτερος]] ἐν Φρυγίᾳ, Ἰλ. Ω. 616· [[ἄλλος]] ἐν Θεσσαλίᾳ, Στράβων 434. ΙΙ. παρὰ μεταγ. ποιητ. ἐσήμαινε πάντα ποταμὸν (πρβλ. Ἄναυρος), ἢ ἐν γένει τὸ [[ὕδωρ]], Εὐρ. Βάκχ. 625, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 130, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 427C, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 866· [[οὕτως]] Οὐεργίλ. Acheloïa pocula, πρβλ. Ἐφορ. 27 Λοβ. Ἀγλαόφαμ. 2. 833. | |lstext='''Ἀχελῷος''': ποιητ. Ἀχελώιος, ὁ, [[ὄνομα]] διαφόρων ποταμῶν, ὁ γνωστότατος δ’ ἐξ αὐτῶν [[εἶναι]] ὁ ῥέων διὰ τῆς Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, ἤδη καλούμενος Ἀσπροπόταμον, Ἰλ. Φ. 194, Ἡσ. Θ. 340· [[ἕτερος]] ἐν Φρυγίᾳ, Ἰλ. Ω. 616· [[ἄλλος]] ἐν Θεσσαλίᾳ, Στράβων 434. ΙΙ. παρὰ μεταγ. ποιητ. ἐσήμαινε πάντα ποταμὸν (πρβλ. Ἄναυρος), ἢ ἐν γένει τὸ [[ὕδωρ]], Εὐρ. Βάκχ. 625, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 130, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 427C, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 866· [[οὕτως]] Οὐεργίλ. Acheloïa pocula, πρβλ. Ἐφορ. 27 Λοβ. Ἀγλαόφαμ. 2. 833. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>mieux que</i> Ἀχελῶος;<br />ου (ὁ) :<br />Achéloos :<br /><b>I.</b> dieu fluvial;<br /><b>II.</b> <i>n. de fleuves</i> :<br /><b>1</b> entre l’Étolie et l’Acarnanie;<br /><b>2</b> en Phrygie. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. Ἀχελώϊος, ὁ,
A Achelous, name of several rivers, Il.21.194, 24.616, Hes. Th.340, Str.9.5.10, etc. II in Poets, any stream: generally, water, S.Fr.5, E.Ba.625, Ar.Fr.351, Achae.9, Ephor.27.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀχελῷος: ποιητ. Ἀχελώιος, ὁ, ὄνομα διαφόρων ποταμῶν, ὁ γνωστότατος δ’ ἐξ αὐτῶν εἶναι ὁ ῥέων διὰ τῆς Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, ἤδη καλούμενος Ἀσπροπόταμον, Ἰλ. Φ. 194, Ἡσ. Θ. 340· ἕτερος ἐν Φρυγίᾳ, Ἰλ. Ω. 616· ἄλλος ἐν Θεσσαλίᾳ, Στράβων 434. ΙΙ. παρὰ μεταγ. ποιητ. ἐσήμαινε πάντα ποταμὸν (πρβλ. Ἄναυρος), ἢ ἐν γένει τὸ ὕδωρ, Εὐρ. Βάκχ. 625, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 130, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 427C, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 866· οὕτως Οὐεργίλ. Acheloïa pocula, πρβλ. Ἐφορ. 27 Λοβ. Ἀγλαόφαμ. 2. 833.
French (Bailly abrégé)
mieux que Ἀχελῶος;
ου (ὁ) :
Achéloos :
I. dieu fluvial;
II. n. de fleuves :
1 entre l’Étolie et l’Acarnanie;
2 en Phrygie.