βέβηλος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βέβηλος''': -ον, (βαίνω, [[βηλός]]) ὃν ἐπιτρέπεται νὰ πατήσῃ τις, παραδεδομένος εἰς τὴν ἀνθρωπίνην χρῆσιν, Λατ. profanus, ἀντίθ. τῷ [[ἱερός]], ὡς τὸ [[βάσιμος]] τῷ [[ἄδυτος]]· καὶ πῶς β. [[ἄλσος]] ἂν ῥύοιτό με; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 509· ἢ πρὸς βεβήλοις ἢ πρὸς ἄλσεσιν θεῶν, ἢ ἐπὶ κοινοῦ ἐδάφους ἢ…, Σοφ. Ο. Κ. 10· ἔς τε τἄβατα καὶ πρὸς βέβηλα (κοινῶς τὰ βατὰ) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 109· καὶ βέβηλα καὶ κεκρυμμένα λόγια, δημόσια καὶ διαδιδόμενα, ἀντίθ. τῷ μυστικά, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 404· ἐν βεβήλῳ Θουκ. 4. 97· βέβηλα, φαγητά, ὧν ἐπιτρέπεται ἡ [[βρῶσις]], Ἀθήν. 65F· πρβλ. [[ὅσιος]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἡγιασμένος, [[ἀμύητος]], Λατ. profanes ([[οὕτως]], odi profanum vulgus· procul este, profani), Σοφ. Ἀποσπ. 154· ‒ [[ἀκάθαρτος]], Εὐρ. 650, Πλάτ. Συμπ. 218Β· ‒ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., ὁ μὴ μεμυημένος, β. τελετῆς Ἀνθ. Π. 9. 298. ‒ Ἐπίρρ. -λως, Φίλων 1. 253. ‒ Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.
|lstext='''βέβηλος''': -ον, (βαίνω, [[βηλός]]) ὃν ἐπιτρέπεται νὰ πατήσῃ τις, παραδεδομένος εἰς τὴν ἀνθρωπίνην χρῆσιν, Λατ. profanus, ἀντίθ. τῷ [[ἱερός]], ὡς τὸ [[βάσιμος]] τῷ [[ἄδυτος]]· καὶ πῶς β. [[ἄλσος]] ἂν ῥύοιτό με; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 509· ἢ πρὸς βεβήλοις ἢ πρὸς ἄλσεσιν θεῶν, ἢ ἐπὶ κοινοῦ ἐδάφους ἢ…, Σοφ. Ο. Κ. 10· ἔς τε τἄβατα καὶ πρὸς βέβηλα (κοινῶς τὰ βατὰ) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 109· καὶ βέβηλα καὶ κεκρυμμένα λόγια, δημόσια καὶ διαδιδόμενα, ἀντίθ. τῷ μυστικά, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 404· ἐν βεβήλῳ Θουκ. 4. 97· βέβηλα, φαγητά, ὧν ἐπιτρέπεται ἡ [[βρῶσις]], Ἀθήν. 65F· πρβλ. [[ὅσιος]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἡγιασμένος, [[ἀμύητος]], Λατ. profanes ([[οὕτως]], odi profanum vulgus· procul este, profani), Σοφ. Ἀποσπ. 154· ‒ [[ἀκάθαρτος]], Εὐρ. 650, Πλάτ. Συμπ. 218Β· ‒ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., ὁ μὴ μεμυημένος, β. τελετῆς Ἀνθ. Π. 9. 298. ‒ Ἐπίρρ. -λως, Φίλων 1. 253. ‒ Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l’on peut marcher, dont l’accès n’est pas interdit ; profane <i>en parl. de lieux</i> : [[ἐν]] βεβήλῳ THC dans un lieu profane.<br />'''Étymologie:''' R. Βα, marcher, avec redoubl.
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βέβηλος Medium diacritics: βέβηλος Low diacritics: βέβηλος Capitals: ΒΕΒΗΛΟΣ
Transliteration A: bébēlos Transliteration B: bebēlos Transliteration C: vevilos Beta Code: be/bhlos

English (LSJ)

ον, Dor. βέβᾱλος IG3.3845, Ps.-Lysisap.Iamb.VP17.75: (βαίνω, βηλός):—

   A allowable to be trodden, prob. of ground (opp. ἱερός, D.H.7.8); καὶ πῶς β. ἄλσος ἂν ῥύοιτό με ; A.Supp.509; ἢ πρὸς βεβήλοις ἢ πρὸς ἄλσεσιν θεῶν either on profane ground or... S.OC10; ἔς τε τἄβατα καὶ πρὸς βέβηλα Id.Fr.88: hence generally, permitted, καὶ βέβηλα καὶ κεκρυμμένα λόγια public, current, E.Heracl.404; ἐν βεβήλῳ Th.4.97; βέβηλα permitted meats, Ath.2.65f.    II of persons, unhallowed, = ἀμύητος, S.Fr.154, Orph.Fr.245; impure, E.Fr.648; β. τε καὶ ἄγροικος Pl.Smp.218b; β. καὶ ἀνόσια ἐνθυμήματα Ph.2.165: c. gen., uninitiated, τελετῆς AP9.298 (Antiphil.); ἀποδεικτικῆς μεθόδου Gal.UP12.6. Adv. -λως Ph.1.523.

German (Pape)

[Seite 440] ον (βαίνω), zugänzlich, was man ungehindert betreten darf, dem Geweihten entgegengesetzt, Suid. τὰ μὴ ὅσια μηδὲ ἱερά, παντὶ δὲ βάσιμα; ἄλσος Aesch. Suppl. 504; Soph. O. C. 10; Thuc. 4, 97 u. Folgde. Von Menschen, nicht eingeweiht, τινός, z. B. τελετῆς καὶ ἡλίου Antiphil. 33 (IX, 298); mit ἄγροικος vrbdn Plat. Conv. 218 b; so bes. Sp., unheilig, unrein. – Von Speisen, die man essen darf, Ath. II, 65 f.

Greek (Liddell-Scott)

βέβηλος: -ον, (βαίνω, βηλός) ὃν ἐπιτρέπεται νὰ πατήσῃ τις, παραδεδομένος εἰς τὴν ἀνθρωπίνην χρῆσιν, Λατ. profanus, ἀντίθ. τῷ ἱερός, ὡς τὸ βάσιμος τῷ ἄδυτος· καὶ πῶς β. ἄλσος ἂν ῥύοιτό με; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 509· ἢ πρὸς βεβήλοις ἢ πρὸς ἄλσεσιν θεῶν, ἢ ἐπὶ κοινοῦ ἐδάφους ἢ…, Σοφ. Ο. Κ. 10· ἔς τε τἄβατα καὶ πρὸς βέβηλα (κοινῶς τὰ βατὰ) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 109· καὶ βέβηλα καὶ κεκρυμμένα λόγια, δημόσια καὶ διαδιδόμενα, ἀντίθ. τῷ μυστικά, Εὐρ. Ἡρακλ. 404· ἐν βεβήλῳ Θουκ. 4. 97· βέβηλα, φαγητά, ὧν ἐπιτρέπεται ἡ βρῶσις, Ἀθήν. 65F· πρβλ. ὅσιος. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἡγιασμένος, ἀμύητος, Λατ. profanes (οὕτως, odi profanum vulgus· procul este, profani), Σοφ. Ἀποσπ. 154· ‒ ἀκάθαρτος, Εὐρ. 650, Πλάτ. Συμπ. 218Β· ‒ ὡσαύτως μετὰ γεν., ὁ μὴ μεμυημένος, β. τελετῆς Ἀνθ. Π. 9. 298. ‒ Ἐπίρρ. -λως, Φίλων 1. 253. ‒ Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l’on peut marcher, dont l’accès n’est pas interdit ; profane en parl. de lieux : ἐν βεβήλῳ THC dans un lieu profane.
Étymologie: R. Βα, marcher, avec redoubl.