βόσις: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βόσις''': -εως, ἡ, ([[βόσκω]]) [[τροφή]], [[βορά]], [[βοσκή]], ἰχθύσι Ἰλ. Τ. 268· οἰωνοῖς καὶ θηρσὶ Κόϊντ. Σμ. 1. 329. | |lstext='''βόσις''': -εως, ἡ, ([[βόσκω]]) [[τροφή]], [[βορά]], [[βοσκή]], ἰχθύσι Ἰλ. Τ. 268· οἰωνοῖς καὶ θηρσὶ Κόϊντ. Σμ. 1. 329. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως, <i>épq.</i> ιος (ἡ) :<br />pâture, nourriture (pour les animaux).<br />'''Étymologie:''' [[βόσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (βόσκω)
A food, fodder, ἰχθύσι Il.19.268; οἰωνοῖς καὶ θηρσί Q.S.1.329; β. καὶ τροφή Porph.Antr.15.
German (Pape)
[Seite 454] ἡ, Fraß, Weide, Il. 19, 268 (ἅπαξ εἰρημ.) u. sp. D.; Qu. Sm. 1, 327 Opp. 3, 174.
Greek (Liddell-Scott)
βόσις: -εως, ἡ, (βόσκω) τροφή, βορά, βοσκή, ἰχθύσι Ἰλ. Τ. 268· οἰωνοῖς καὶ θηρσὶ Κόϊντ. Σμ. 1. 329.
French (Bailly abrégé)
εως, épq. ιος (ἡ) :
pâture, nourriture (pour les animaux).
Étymologie: βόσκω.