βραδυπόρος: Difference between revisions
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βραδυπόρος''': -ον, ὁ βραδέως διερχόμενος, ἐπὶ τροφῆς = δυσκολοχώνευτος, Ἱππ. Ὀξ. 394· [[καθόλου]], [[βραδύς]], [[νωθρός]], [[ἀργός]], [[ὅρασις]] Πλούτ. 2. 626Α· βρ. [[πέλαγος]], τὸ ὁποῖόν τις βραδέως περᾷ, [[αὐτόθι]] 941Β. | |lstext='''βραδυπόρος''': -ον, ὁ βραδέως διερχόμενος, ἐπὶ τροφῆς = δυσκολοχώνευτος, Ἱππ. Ὀξ. 394· [[καθόλου]], [[βραδύς]], [[νωθρός]], [[ἀργός]], [[ὅρασις]] Πλούτ. 2. 626Α· βρ. [[πέλαγος]], τὸ ὁποῖόν τις βραδέως περᾷ, [[αὐτόθι]] 941Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>litt.</i> qui marche <i>ou</i> s’avance lentement.<br />'''Étymologie:''' [[βραδύς]], [[πόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A slow-passing, of food, Hp.Acut.62, Ruf. ap. Orib.5.3.4, Philagr.ib.5.19.4; of humours, Gal.7.341: generally, slow, ὅρασις Plu.2.626a; β. πέλαγος slow to pass, ib.941b.
German (Pape)
[Seite 461] langsam gehend, Plut.; bes. = schwer zu verdauen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
βραδυπόρος: -ον, ὁ βραδέως διερχόμενος, ἐπὶ τροφῆς = δυσκολοχώνευτος, Ἱππ. Ὀξ. 394· καθόλου, βραδύς, νωθρός, ἀργός, ὅρασις Πλούτ. 2. 626Α· βρ. πέλαγος, τὸ ὁποῖόν τις βραδέως περᾷ, αὐτόθι 941Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
litt. qui marche ou s’avance lentement.
Étymologie: βραδύς, πόρος.