βηματίζω: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βημᾰτίζω''': μετρῶ διὰ βημάτων, Πολύβ. 3. 39, 8· βηματίζεσθαι αἰθέρα ὄμμασι Διονύσ. Ἐλεγ. 3. ΙΙ. [[καθόλου]], πατῶ, [[βαδίζω]], Εύστ. Πονημ. 27. 40· ἴδε Sturz Μακ. Διαλ. σ. 37sq. | |lstext='''βημᾰτίζω''': μετρῶ διὰ βημάτων, Πολύβ. 3. 39, 8· βηματίζεσθαι αἰθέρα ὄμμασι Διονύσ. Ἐλεγ. 3. ΙΙ. [[καθόλου]], πατῶ, [[βαδίζω]], Εύστ. Πονημ. 27. 40· ἴδε Sturz Μακ. Διαλ. σ. 37sq. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> βηματίσω;<br />marcher.<br />'''Étymologie:''' [[βῆμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
(Act. only in Hsch.)
A measure by paces, Plb.3.39.8 (Pass.); ὁδὸς βεβηματισμένη κατὰ μίλιον Str.7.7.4:—Med., ὄμματι βηματίσαισθε τὸν ἀέρα Dionys.Eleg.3.5. II step, walk, Aesop. 322b.
German (Pape)
[Seite 442] schreiten, Aesop.; abschreiten, durch Schritte ausmessen, Pol. 3, 39. 34, 12; Strab. VII p. 322.
Greek (Liddell-Scott)
βημᾰτίζω: μετρῶ διὰ βημάτων, Πολύβ. 3. 39, 8· βηματίζεσθαι αἰθέρα ὄμμασι Διονύσ. Ἐλεγ. 3. ΙΙ. καθόλου, πατῶ, βαδίζω, Εύστ. Πονημ. 27. 40· ἴδε Sturz Μακ. Διαλ. σ. 37sq.
French (Bailly abrégé)
f. βηματίσω;
marcher.
Étymologie: βῆμα.