δεκατάλαντος: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεκατάλαντος''': -ον, ζυγίζων ἢ ἀξίζων [[δέκα]] τάλαντα, [[λίθος]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 264, πρβλ. Μένανδ. Παρακατ. 5· - [[δίκη]] δ., [[διαδικασία]], καθ' ἣν ἡ [[ζημία]] ὡρίζετο εἰς [[δέκα]] τάλαντα, Αἰσχίν. 41. 13. | |lstext='''δεκατάλαντος''': -ον, ζυγίζων ἢ ἀξίζων [[δέκα]] τάλαντα, [[λίθος]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 264, πρβλ. Μένανδ. Παρακατ. 5· - [[δίκη]] δ., [[διαδικασία]], καθ' ἣν ἡ [[ζημία]] ὡρίζετο εἰς [[δέκα]] τάλαντα, Αἰσχίν. 41. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui vaut dix talents, de dix talents.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[τάλαντον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A weighing or worth ten talents, λίθος Ar.Fr.276; δίκη δ. an action in which the damages were laid at ten talents, Aeschin.2.99.
German (Pape)
[Seite 543] von zehn Talenten, λίθος, zehn Talente schwer, Ar. bei Poll. 9, 53; δεκατάλαντον καταφαγών Men. Poll. 9, 76; δίκη Aesch. 2, 99; δωρεαί Luc. Tim. 12.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατάλαντος: -ον, ζυγίζων ἢ ἀξίζων δέκα τάλαντα, λίθος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 264, πρβλ. Μένανδ. Παρακατ. 5· - δίκη δ., διαδικασία, καθ' ἣν ἡ ζημία ὡρίζετο εἰς δέκα τάλαντα, Αἰσχίν. 41. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vaut dix talents, de dix talents.
Étymologie: δέκα, τάλαντον.