δέλφαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δέλφαξ''': -ᾰκος, ἡ, [[κυρίως]] θηλ. (Ἀθήν. 375Α), καὶ [[οὕτως]] εὕρηται παρ’ Ἡροδ. 2. 70, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὐπόλ. Χρυσ. γεν. 11, Θεόπομπ. Πηνελ. 2, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 18, 19· ἀλλ’ ἀρσεν., Ἐπίχ. 71 Ahr., Πλάτ. Κωμ. Ποιητ. 5· - [[μικρός]], [[νέος]] [[χοῖρος]], [[χοιρίδιον]], ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θυσιαζόμενον εἰς τὴν Περσεφόνην, Συλλ. Ἐπιγρ. 523.
|lstext='''δέλφαξ''': -ᾰκος, ἡ, [[κυρίως]] θηλ. (Ἀθήν. 375Α), καὶ [[οὕτως]] εὕρηται παρ’ Ἡροδ. 2. 70, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὐπόλ. Χρυσ. γεν. 11, Θεόπομπ. Πηνελ. 2, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 18, 19· ἀλλ’ ἀρσεν., Ἐπίχ. 71 Ahr., Πλάτ. Κωμ. Ποιητ. 5· - [[μικρός]], [[νέος]] [[χοῖρος]], [[χοιρίδιον]], ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θυσιαζόμενον εἰς τὴν Περσεφόνην, Συλλ. Ἐπιγρ. 523.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ἡ, <i>postér.</i> ὁ)<br /><b>1</b> cochon, porcelet, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê de [[δελφύς]] si le mot s’applique essentiellement à la jeune truie adulte.
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέλφαξ Medium diacritics: δέλφαξ Low diacritics: δέλφαξ Capitals: ΔΕΛΦΑΞ
Transliteration A: délphax Transliteration B: delphax Transliteration C: delfaks Beta Code: de/lfac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ (cf. Ath.9.375a, ὁ, Epich.100.4, Sopat.5, Pl.Com. 110), Hippon.70 B, Hdt.2.70, Ar.Fr.506.4, Eup.281, Theopomp. Com. 48, Arist.HA573b13:—

   A pig, ll. cc., etc.; full-grown, opp. χοῖρος, Ar. Byz. ap. Ath. l.c.; sacrificed to Persephone, IG3.77.7.

German (Pape)

[Seite 544] ακος, ὁ u. ἡ, B. A. p. 88; Ath. IX, 374 d 656 f; Schwein, Her. 2, 70; oft comici. Von Arist. an Ferkel, H. A. 6, 18.

Greek (Liddell-Scott)

δέλφαξ: -ᾰκος, ἡ, κυρίως θηλ. (Ἀθήν. 375Α), καὶ οὕτως εὕρηται παρ’ Ἡροδ. 2. 70, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὐπόλ. Χρυσ. γεν. 11, Θεόπομπ. Πηνελ. 2, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 18, 19· ἀλλ’ ἀρσεν., Ἐπίχ. 71 Ahr., Πλάτ. Κωμ. Ποιητ. 5· - μικρός, νέος χοῖρος, χοιρίδιον, ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θυσιαζόμενον εἰς τὴν Περσεφόνην, Συλλ. Ἐπιγρ. 523.

French (Bailly abrégé)

ακος (ἡ, postér. ὁ)
1 cochon, porcelet, animal;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: DELG pê de δελφύς si le mot s’applique essentiellement à la jeune truie adulte.