διαβιβάζω: Difference between revisions
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαβῐβάζω''': μέλλ.-άσω, ἐνεργ. τοῦ [[διαβαίνω]], ποιῶ διαβαίνειν, [[μεταφέρω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], [[μεταβιβάζω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]], δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας Ἡρόδ. 1. 75· ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας Θουκ. 4. 8· [[ὡσαύτως]] μετ' αἰτ. τόπου, ποταμὸν δ. τινά, [[μεταφέρω]] τινὰ εἰς τὴν [[ἀπέναντι]] ὄχθην τοῦ ποταμοῦ, βοηθῶ τινα νὰ διαβῇ ποταμόν, Πλάτ. Νόμ. 900C, Πλούτ. Πελοπ. 24·- μεταφ., δ. ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τὸ χρήσιμον Πλούτ. 2. 34Β. 2) μεταγεν., [[διέρχομαι]] τὸν χρόνον, [[διατρίβω]], ἴδε Schäf. Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 847.- διαβιβάσκω [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφὴ ἐν Ἱππ. Ἀγμ. 763. | |lstext='''διαβῐβάζω''': μέλλ.-άσω, ἐνεργ. τοῦ [[διαβαίνω]], ποιῶ διαβαίνειν, [[μεταφέρω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], [[μεταβιβάζω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]], δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας Ἡρόδ. 1. 75· ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας Θουκ. 4. 8· [[ὡσαύτως]] μετ' αἰτ. τόπου, ποταμὸν δ. τινά, [[μεταφέρω]] τινὰ εἰς τὴν [[ἀπέναντι]] ὄχθην τοῦ ποταμοῦ, βοηθῶ τινα νὰ διαβῇ ποταμόν, Πλάτ. Νόμ. 900C, Πλούτ. Πελοπ. 24·- μεταφ., δ. ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τὸ χρήσιμον Πλούτ. 2. 34Β. 2) μεταγεν., [[διέρχομαι]] τὸν χρόνον, [[διατρίβω]], ἴδε Schäf. Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 847.- διαβιβάσκω [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφὴ ἐν Ἱππ. Ἀγμ. 763. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire passer au-delà, transporter.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βιβάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
causal of διαβαίνω,
A carry over or across, transport, lead over, δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας Hdt.1.75; ἐς τὴν νῆσον ὁπλίτας Th.4.8: also c. acc. loci, ποταμὸν δ. [τινά] take one across a river, Pl. Lg.900c, Plu.Pel.24: metaph., δ. ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τὸ χρήσιμον Chrysipp.Stoic.2.31, cf. Apollon.Cit.1 (Pass.), Aristid.Or.28(49).29; lead to a conclusion, τινὰ εἰς πέρας τῷ λόγῳ Hld.2.24: in Music, cause the melody to pass, ἐπὶ τὴν παρυπάτην Plu.2.1134f. 2 δ. κλήρους pass through the heats or rounds of an athletic contest, JRS3.282 (Antioch in Pisidia). 3 Pass., of Verbs, have a transitive force, A.D.Synt.277.10,al. 4 later, pass time, Sch.Ar.Pl.847.
Greek (Liddell-Scott)
διαβῐβάζω: μέλλ.-άσω, ἐνεργ. τοῦ διαβαίνω, ποιῶ διαβαίνειν, μεταφέρω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, μεταβιβάζω εἰς τὸ ἀπέναντι, δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας Ἡρόδ. 1. 75· ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας Θουκ. 4. 8· ὡσαύτως μετ' αἰτ. τόπου, ποταμὸν δ. τινά, μεταφέρω τινὰ εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην τοῦ ποταμοῦ, βοηθῶ τινα νὰ διαβῇ ποταμόν, Πλάτ. Νόμ. 900C, Πλούτ. Πελοπ. 24·- μεταφ., δ. ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τὸ χρήσιμον Πλούτ. 2. 34Β. 2) μεταγεν., διέρχομαι τὸν χρόνον, διατρίβω, ἴδε Schäf. Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 847.- διαβιβάσκω εἶναι ἐσφαλμ. γραφὴ ἐν Ἱππ. Ἀγμ. 763.