3,273,650
edits
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάκονος''': [ᾱ], Ἰων. διήκονος, ὁ, [[ὑπηρέτης]], [[θεράπων]], Λατ. minister, Ἡρόδ. 4. 71, 72, κτλ.· [[ἄγγελος]], ἀναγγέλλων τι, Αἰσχύλ. Πρ. 942, Σοφ. Φ. 497· ὄρνιθα καὶ κήρυκα καὶ δ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 141· - [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1116, Δημ. 762. 4. 2) [[ὑπηρέτης]] τῆς ἐκκλησίας, [[διάκονος]], 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 8, κτλ.· καὶ ἐν τῷ θηλ. = [[διακόνισσα]], Ἐπ. Ρωμ. 16. 1. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὑπηρετῶν, [[ὑπηρετικός]], [[χρήσιμος]], Πλάτ. Πολιτ. 290C· ἀνώμαλ. συγκρ. διᾱκονέστερος Ἐπίχ. 159 Ahr. (Ὁ Βούττμ., Λεξιλ. ἐν λ. [[διάκτορος]] 3, νομίζει πιθανὸν ὅτι ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ [[διώκω]]. - Ἡ παλαιὰ παραγωγὴ ἐκ τοῦ διά, [[κόνις]], ὁ κατασκονισμένος [[ἕνεκα]] τῆς σπουδῆς περὶ τὴν ὑπηρεσίαν (πρβλ. [[κονίω]]), εἶνε [[ἀπαράδεκτος]], ἂν μὴ δι’ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ [[τοὐλάχιστον]] [[ἕνεκα]] τῆς ποσότητος τοῦ α). | |lstext='''διάκονος''': [ᾱ], Ἰων. διήκονος, ὁ, [[ὑπηρέτης]], [[θεράπων]], Λατ. minister, Ἡρόδ. 4. 71, 72, κτλ.· [[ἄγγελος]], ἀναγγέλλων τι, Αἰσχύλ. Πρ. 942, Σοφ. Φ. 497· ὄρνιθα καὶ κήρυκα καὶ δ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 141· - [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1116, Δημ. 762. 4. 2) [[ὑπηρέτης]] τῆς ἐκκλησίας, [[διάκονος]], 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 8, κτλ.· καὶ ἐν τῷ θηλ. = [[διακόνισσα]], Ἐπ. Ρωμ. 16. 1. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὑπηρετῶν, [[ὑπηρετικός]], [[χρήσιμος]], Πλάτ. Πολιτ. 290C· ἀνώμαλ. συγκρ. διᾱκονέστερος Ἐπίχ. 159 Ahr. (Ὁ Βούττμ., Λεξιλ. ἐν λ. [[διάκτορος]] 3, νομίζει πιθανὸν ὅτι ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ [[διώκω]]. - Ἡ παλαιὰ παραγωγὴ ἐκ τοῦ διά, [[κόνις]], ὁ κατασκονισμένος [[ἕνεκα]] τῆς σπουδῆς περὶ τὴν ὑπηρεσίαν (πρβλ. [[κονίω]]), εἶνε [[ἀπαράδεκτος]], ἂν μὴ δι’ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ [[τοὐλάχιστον]] [[ἕνεκα]] τῆς ποσότητος τοῦ α). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />serviteur, servante.<br />'''Étymologie:''' DELG [[διά]] « de tous les côtés, complètement » et thème *-kono que l’on trouve dans le <i>myc.</i> kasikono « ouvrier, compagnon ». | |||
}} | }} |