διαισθάνομαι: Difference between revisions
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαισθάνομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ., καθαρῶς ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], [[διακρίνω]] ἐντελῶς, τι Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, Σοφ. 253D, κτλ. | |lstext='''διαισθάνομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ., καθαρῶς ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], [[διακρίνω]] ἐντελῶς, τι Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, Σοφ. 253D, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2</i> διῃσθόμην, <i>etc.</i><br />percevoir distinctement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[αἰσθάνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A perceive distinctly, distinguish, τι Pl.Sph.253d; τὰς διαφοράς Arist.GA780b17, al.; διάστημα Aristox.Harm.p.14 M.: abs., Pl.Phdr.250b.
German (Pape)
[Seite 580] (s. αἰσθάνομαι), deutlich wahrnehmen, unterscheiden, Plat. Soph. 253 d, ἱκανῶς, u. öfter; τὰς διαφορὰς τῶν ὁρωμένων Arist. gen. anim. 5, 1.
Greek (Liddell-Scott)
διαισθάνομαι: μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ., καθαρῶς ἐννοῶ, καταλαμβάνω, διακρίνω ἐντελῶς, τι Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, Σοφ. 253D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ao.2 διῃσθόμην, etc.
percevoir distinctement, acc..
Étymologie: διά, αἰσθάνομαι.