διαμάω: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμάω''': μέλλ. -ήσω, [[κόπτω]] διὰ μέσου, [[διασχίζω]], χιτῶνα Ἰλ. Γ. 359· λευκὴν παρηΐδα Εὐρ. Ἠλ. 1023· διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ., 374· - [[σκαλίζω]], [[διασκάπτω]], δακτύλοις δ. χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 709, [[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Θουκ. 4. 26· τὴν χιόνα Πολύβ. 3. 55, 6.
|lstext='''διαμάω''': μέλλ. -ήσω, [[κόπτω]] διὰ μέσου, [[διασχίζω]], χιτῶνα Ἰλ. Γ. 359· λευκὴν παρηΐδα Εὐρ. Ἠλ. 1023· διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ., 374· - [[σκαλίζω]], [[διασκάπτω]], δακτύλοις δ. χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 709, [[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Θουκ. 4. 26· τὴν χιόνα Πολύβ. 3. 55, 6.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />déchirer, creuser.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute [[διά]], [[ἀμάω]] « moissonner, couper ».
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰμάω Medium diacritics: διαμάω Low diacritics: διαμάω Capitals: ΔΙΑΜΑΩ
Transliteration A: diamáō Transliteration B: diamaō Transliteration C: diamao Beta Code: diama/w

English (LSJ)

fut. -ήσω,

   A to cut through, χιτῶνα Il.3.359; λευκὴν παρηΐδα E.El.1023; διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι A.R.4.374 (tm.).    II scrape or clear away, δακτύλοις δ. χθόνα E.Ba.709:—also in Med., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Th.4.26; τὴν χιόνα Plb.3.55.6; τὴν ψάμμον J.AJ3.1.3.

German (Pape)

[Seite 589] (s. ἀμάω), durchmähen, durchschneiden, durchstoßen, durchhauen. Hom. ἀντικρὺ δὲ παραὶ λαπἀρην διάμησε χιτῶνα

Greek (Liddell-Scott)

διαμάω: μέλλ. -ήσω, κόπτω διὰ μέσου, διασχίζω, χιτῶνα Ἰλ. Γ. 359· λευκὴν παρηΐδα Εὐρ. Ἠλ. 1023· διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ., 374· - σκαλίζω, διασκάπτω, δακτύλοις δ. χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 709, ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Θουκ. 4. 26· τὴν χιόνα Πολύβ. 3. 55, 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
déchirer, creuser.
Étymologie: DELG sans doute διά, ἀμάω « moissonner, couper ».