κίνησις: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίνησις''': ῑ, εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν στάσιν καὶ ἠρεμίαν, Πλάτ. Σοφιστ. 250A, κτλ.· [[ὄρχησις]], [[χορός]], κ. Ἄρεος Τυρταῖ. 12, πρβλ. Λουκ. π. Ὀρχ. 63· κατὰ τοὺς Κυρηναϊκοὺς φιλοσόφους δὺο [[πάθη]] ὑφίσταντο, ὁ [[πόνος]] καὶ ἡ [[ἡδονή]]: ἡ μὲν [[λεία]] [[κίνησις]] ἦτο ἡ [[ἡδονή]], ἡ δὲ τραχεῖα [[κίνησις]] ὁ [[πόνος]], Διογ. Λ. 2. 86· ― ὁ Ἀριστοτ. συζητεῖ περὶ τῆς ἐπιστημονικῆς σημασίας τῆς κινήσεως ἐν Φυσ. 3. 1., 5. 5., 8. 1, κ. ἀλλ.· ― περὶ διαφόρων ὁρισμῶν τῆς κινήσεως ὅρα Πλουτάρχου περὶ τῶν Ἀρεσκόντ. τοῖς Φιλοσόφ. 1. 23. 2) [[κίνημα]] πολιτικόν, ἐν κ. [[εἶναι]] Θουκ. 3. 75, πρβλ. Πολύβ. 3. 4, 12· ἐπὶ τοῦ Πελοπονν. πολέμου, [[κίνησις]] γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο Θουκ. 1. 1. 3) [[μεταβολή]], [[ἐπανάστασις]], πολιτειῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 16. 4) [[κίνησις]] στρατεύματος, Πολύβ. 10. 23, 22. 5) ἐν τῇ Γραμματικῇ, [[κλίσις]], Ἐτυμολ. Μέγ. 410. 38. | |lstext='''κίνησις''': ῑ, εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν στάσιν καὶ ἠρεμίαν, Πλάτ. Σοφιστ. 250A, κτλ.· [[ὄρχησις]], [[χορός]], κ. Ἄρεος Τυρταῖ. 12, πρβλ. Λουκ. π. Ὀρχ. 63· κατὰ τοὺς Κυρηναϊκοὺς φιλοσόφους δὺο [[πάθη]] ὑφίσταντο, ὁ [[πόνος]] καὶ ἡ [[ἡδονή]]: ἡ μὲν [[λεία]] [[κίνησις]] ἦτο ἡ [[ἡδονή]], ἡ δὲ τραχεῖα [[κίνησις]] ὁ [[πόνος]], Διογ. Λ. 2. 86· ― ὁ Ἀριστοτ. συζητεῖ περὶ τῆς ἐπιστημονικῆς σημασίας τῆς κινήσεως ἐν Φυσ. 3. 1., 5. 5., 8. 1, κ. ἀλλ.· ― περὶ διαφόρων ὁρισμῶν τῆς κινήσεως ὅρα Πλουτάρχου περὶ τῶν Ἀρεσκόντ. τοῖς Φιλοσόφ. 1. 23. 2) [[κίνημα]] πολιτικόν, ἐν κ. [[εἶναι]] Θουκ. 3. 75, πρβλ. Πολύβ. 3. 4, 12· ἐπὶ τοῦ Πελοπονν. πολέμου, [[κίνησις]] γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο Θουκ. 1. 1. 3) [[μεταβολή]], [[ἐπανάστασις]], πολιτειῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 16. 4) [[κίνησις]] στρατεύματος, Πολύβ. 10. 23, 22. 5) ἐν τῇ Γραμματικῇ, [[κλίσις]], Ἐτυμολ. Μέγ. 410. 38. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> mouvement, <i>particul.</i> mouvement de la danse;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> agitation, trouble, soulèvement.<br />'''Étymologie:''' [[κινέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], εως, ἡ,
A motion, opp. rest (στάσις), Pl.Sph.250a; opp. ἠρεμία, Arist.Ph.202a5, etc. 2 in Cyrenaic philos., λεία κ., = ἡδονή, τραχεῖα κ., = πόνος, D.L.2.86; also αἱ διὰ μορφῆς κατ' ὄψιν ἡδεῖαι κ. Epicur.Fr.67; αἱ κ. αἱ ἀνθρωπικαί human emotions, Arr.Epict. 2.20.19. 3 dance, Ἄρεος κίνασις (sic) Tyrt.16, cf. Luc.Salt.63, Ephes.2 No.71; τραγικὴ ἔνρυθμος κ. Inscr.Magn.165. 4 movement, in a political sense, ἐν κ. εἶναι Th.3.75, cf. Plb.3.4.12; ἡ κ. ἡ Ἰουδαϊκή the Jewish revolt, OGI543.15 (Ancyra, ii A.D.); of the Peloponn. war, Th.1.1. 5 change, revolution, κινήσεις πολιτείας Arist.Pol.1268b25. 6 movement of an army, Plb.10.23.1 (pl.); πολεμικαὶ κ. Ael.Tact.3.4, cf. Arr.Tact.20.1. b removal, change of abode, Vett.Val.97.17 (pl.), al. 7 Gramm., inflexion, τοῦ ζῆμι κ. οὐχ εὕρηται EM410.38. 8 in Law, punitive action, βασιλικὴ κ. Cod.Just.1.3.43.10, cf. 10.27.2.7; also, setting a process in motion, PLond. 5.1663.13 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1440] ἡ, das Bewegen, die Bewegung; Plat. Phaedr. 245 d; Ggstz στάσις Soph. 250 a; Ggstz ἠρεμία Arist. Eth. 7, 14; Folgde. Von taktischen Bewegungen, Pol. 10, 21, 22; Aufregung, Aufruhr, Thuc. 3, 75; καὶ ταραχή Pol. 3, 4, 12; öfter bei Sp., wie Hdn.; πολιτειῶν, Staatsumwälzungen, Arist. pol. 2, 8. – Bei Aristipp. u. der kyrenäischen Schule galt κίνησις λεία σαρκός als höchstes Gut. – Bei den Gramm. die Flexion, bes. des Verbums, E. M.; Umlaut des Vocals, Hdn. περὶ μ. λ.
Greek (Liddell-Scott)
κίνησις: ῑ, εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν στάσιν καὶ ἠρεμίαν, Πλάτ. Σοφιστ. 250A, κτλ.· ὄρχησις, χορός, κ. Ἄρεος Τυρταῖ. 12, πρβλ. Λουκ. π. Ὀρχ. 63· κατὰ τοὺς Κυρηναϊκοὺς φιλοσόφους δὺο πάθη ὑφίσταντο, ὁ πόνος καὶ ἡ ἡδονή: ἡ μὲν λεία κίνησις ἦτο ἡ ἡδονή, ἡ δὲ τραχεῖα κίνησις ὁ πόνος, Διογ. Λ. 2. 86· ― ὁ Ἀριστοτ. συζητεῖ περὶ τῆς ἐπιστημονικῆς σημασίας τῆς κινήσεως ἐν Φυσ. 3. 1., 5. 5., 8. 1, κ. ἀλλ.· ― περὶ διαφόρων ὁρισμῶν τῆς κινήσεως ὅρα Πλουτάρχου περὶ τῶν Ἀρεσκόντ. τοῖς Φιλοσόφ. 1. 23. 2) κίνημα πολιτικόν, ἐν κ. εἶναι Θουκ. 3. 75, πρβλ. Πολύβ. 3. 4, 12· ἐπὶ τοῦ Πελοπονν. πολέμου, κίνησις γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο Θουκ. 1. 1. 3) μεταβολή, ἐπανάστασις, πολιτειῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 16. 4) κίνησις στρατεύματος, Πολύβ. 10. 23, 22. 5) ἐν τῇ Γραμματικῇ, κλίσις, Ἐτυμολ. Μέγ. 410. 38.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 mouvement, particul. mouvement de la danse;
2 fig. agitation, trouble, soulèvement.
Étymologie: κινέω.