ἐμπληστέος: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπληστέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐμπίπλημι]], πρέπει νὰ ἐμπλησθῇ, νὰ γεμισθῇ τι μέ τι, ἀλλ’ ἤδη ὄγκου ἐμπληστέα (ἡ [[πόλις]]) καὶ πλήθους Πλάτ. Πολ. 373Β.
|lstext='''ἐμπληστέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐμπίπλημι]], πρέπει νὰ ἐμπλησθῇ, νὰ γεμισθῇ τι μέ τι, ἀλλ’ ἤδη ὄγκου ἐμπληστέα (ἡ [[πόλις]]) καὶ πλήθους Πλάτ. Πολ. 373Β.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἐμπίπλημι]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπληστέος Medium diacritics: ἐμπληστέος Low diacritics: εμπληστέος Capitals: ΕΜΠΛΗΣΤΕΟΣ
Transliteration A: emplēstéos Transliteration B: emplēsteos Transliteration C: emplisteos Beta Code: e)mplhste/os

English (LSJ)

α, ον, (ἐμπίμπλημι)

   A to be filled with, ὄγκου Pl.R.373b.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπληστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐμπίπλημι, πρέπει νὰ ἐμπλησθῇ, νὰ γεμισθῇ τι μέ τι, ἀλλ’ ἤδη ὄγκου ἐμπληστέα (ἡ πόλις) καὶ πλήθους Πλάτ. Πολ. 373Β.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἐμπίπλημι.