ναυστολέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ναυστολέω''': μέλλ. -ήσω Εὐρ. Ἱκέτ. 474: πρκμ. νεναυστόληκα (συν-) Σοφ. Φιλ. 550. Εἶμαι [[ναύστολος]], ἐνεργῶ ὡς [[τοιοῦτος]]: Ι. μεταβ., [[μεταφέρω]] διὰ θαλάσσης, δάμαρτα Εὐρ. Ὀρ. 741· ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια, φέροντες μεθ’ ἑαυτῶν τοὺς ἰδίους ἐπαίνους, Πινδ. Ν. 6. 55· ν. τὰς ξυμφορὰς Εὐρ. Ι. Τ. 590, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 2. ― Παθ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. -ήσομαι (Εὐρ. Ἑκάβ. 1260, Τρῳ. 1048), [[ὑπάγω]] διὰ θαλάσσης, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ ναυστολούμενα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 495· ναυστοληθεὶς Διόδ. 4. 13. 2) ὁδηγῶ, [[διευθύνω]], κυβερνῶ, [[τύχη]] δέ... ναυστολοῦσ’ ἐφέζετο ([[οὕτως]] ὁ Casaub. ἀντὶ ναῦν θέλουσ’) Αἰσχύλ. Ἀγ. 664· κυμάτων ἄτερ πόλιν σὴν ναυστολήσεις Εὐρ. Ἱκέτ. 474· μεταφορ., τὼ πτέρυγε ποῖ ναυστολεῖς; πρὸς ποῖον [[μέρος]] διευθύνεις τὰς πτέρυγάς σου; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1229, πρβλ. 279, 349. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ παθ., πορεύομαι ἐπὶ πλοίου, [[πλέω]], ἐξ Ἰλίου... ναυστολῶ Σοφ. Φιλ. 245· πρὸς ἀπ’ Ἰλίου Εὐρ. Τρῳ. 77. 2) [[καθόλου]] μετ’ αἰτ. τόπου, [[ταξειδεύω]] ἀνά..., ταξειδεύων [[διέρχομαι]]..., ἵπποισιν ἢ κύμβαισι ν. χθόνα Σοφ, Ἀποσπ. 129, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 682, Ἱππ. 36, Κύκλ. 106· μεταφορ., διὰ πόνων ἐναυστόλουν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 818 3. ― Ρῆμα ποιητ., ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.
|lstext='''ναυστολέω''': μέλλ. -ήσω Εὐρ. Ἱκέτ. 474: πρκμ. νεναυστόληκα (συν-) Σοφ. Φιλ. 550. Εἶμαι [[ναύστολος]], ἐνεργῶ ὡς [[τοιοῦτος]]: Ι. μεταβ., [[μεταφέρω]] διὰ θαλάσσης, δάμαρτα Εὐρ. Ὀρ. 741· ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια, φέροντες μεθ’ ἑαυτῶν τοὺς ἰδίους ἐπαίνους, Πινδ. Ν. 6. 55· ν. τὰς ξυμφορὰς Εὐρ. Ι. Τ. 590, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 2. ― Παθ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. -ήσομαι (Εὐρ. Ἑκάβ. 1260, Τρῳ. 1048), [[ὑπάγω]] διὰ θαλάσσης, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ ναυστολούμενα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 495· ναυστοληθεὶς Διόδ. 4. 13. 2) ὁδηγῶ, [[διευθύνω]], κυβερνῶ, [[τύχη]] δέ... ναυστολοῦσ’ ἐφέζετο ([[οὕτως]] ὁ Casaub. ἀντὶ ναῦν θέλουσ’) Αἰσχύλ. Ἀγ. 664· κυμάτων ἄτερ πόλιν σὴν ναυστολήσεις Εὐρ. Ἱκέτ. 474· μεταφορ., τὼ πτέρυγε ποῖ ναυστολεῖς; πρὸς ποῖον [[μέρος]] διευθύνεις τὰς πτέρυγάς σου; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1229, πρβλ. 279, 349. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ παθ., πορεύομαι ἐπὶ πλοίου, [[πλέω]], ἐξ Ἰλίου... ναυστολῶ Σοφ. Φιλ. 245· πρὸς ἀπ’ Ἰλίου Εὐρ. Τρῳ. 77. 2) [[καθόλου]] μετ’ αἰτ. τόπου, [[ταξειδεύω]] ἀνά..., ταξειδεύων [[διέρχομαι]]..., ἵπποισιν ἢ κύμβαισι ν. χθόνα Σοφ, Ἀποσπ. 129, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 682, Ἱππ. 36, Κύκλ. 106· μεταφορ., διὰ πόνων ἐναυστόλουν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 818 3. ― Ρῆμα ποιητ., ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire un trajet par mer ; avec un acc. gagner par mer ; <i>fig.</i> ν. [[τὰς]] συμφοράς EUR être le maître du vaisseau chargé de malheurs ; aller, <i>avec</i> [[ἐς]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[ναύστολος]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυστολέω Medium diacritics: ναυστολέω Low diacritics: ναυστολέω Capitals: ΝΑΥΣΤΟΛΕΩ
Transliteration A: naustoléō Transliteration B: naustoleō Transliteration C: nafstoleo Beta Code: naustole/w

English (LSJ)

fut.

   A -ήσω. E.Supp.474: pf. νεναυστόληκα (συν-) S.Ph. 550:    I trans., carry or convey by sea, δάμαρτα E.Or.741 (troch.): metaph., ἴδια ν. ἐπικώμια providing matter for their own praise, Pi. N.6.32, cf. Luc.Lex.2:—Pass., with fut. Med. -ήσομαι, go by sea, E. Tr.1048; τὰ ναυστολούμενα Id.Fr.492.6; τηλικοῦτον πέλαγος ναυστοληθείς D.S.4.13.    2 guide, steer, metaph., κυμάτων ἄτερ πόλιν σὴν ναυστολήσεις E.Supp.l.c.; τὼ πτέρυγε ποῖ ναυστολεῖς; whither pliest thou thy wings? Ar.Av.1229; ὁ ναυστολῶν . . εἰμ' ἐγὼ τὰς συμφοράς the enterprise is mine, E.IT599.    II intr., go by ship, sail, ἐξ Ἰλίου S. Ph.245; πρὸς οἴκους ἀπ' Ἰλίου E.Tr.77: metaph., διὰ πόνων ἐναυστόλουν Id.Fr.821.2.    III c. acc. loci, approach by sea, ἵπποισιν ἢ κύμβαισι ν. χθόνα; S.Fr.127 (by zeugma), cf. E.Med.682, Hipp.36, Cyc.106.— Poet. and later Prose.

German (Pape)

[Seite 233] ein Schiff senden, zu Schiffe fahren; Soph. Phil. 245 u. öfter; allgemeiner, ἵπποισιν ἢ κύμβαισι ναυστολεῖς χθόνα, fr. 129; ὅταν πρὸς οἴκους ναυστολῶσ' ἀπ' Ἰλίου, Eur. Troad. 77, öfter; u. übertr., κυμάτων ἄτερ πόλιν σὴν ναυστολήσεις, Suppl. 490; δάμαρτα, im Schiffe fahren, bringen, Eur. Or. 379; Pind. sagt von den Schifffahrt treibenden Aegineten ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια, N. 6, 33, die ihren eigenen Ruhm gleichsam auf der See erfahren, sich durch Seefahrt Ruhm erwerben; ὁ ναυστολῶν γάρ εἰμ' ἐγὼ τὰς συμφοράς, ich bringe das Unglück mit, Eur. I. T. 549; wonach Luc. Lex. 2 στλεγγίδα ν. εἰς βαλανεῖον sagt; aber τὼ πτέρυγε ποῖ ναυστολεῖς ist = wohin lenkst du die Flügel? Ar. Av. 1229; – pass., zu Schiffe fahren, Eur. Tr. 1048.

Greek (Liddell-Scott)

ναυστολέω: μέλλ. -ήσω Εὐρ. Ἱκέτ. 474: πρκμ. νεναυστόληκα (συν-) Σοφ. Φιλ. 550. Εἶμαι ναύστολος, ἐνεργῶ ὡς τοιοῦτος: Ι. μεταβ., μεταφέρω διὰ θαλάσσης, δάμαρτα Εὐρ. Ὀρ. 741· ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια, φέροντες μεθ’ ἑαυτῶν τοὺς ἰδίους ἐπαίνους, Πινδ. Ν. 6. 55· ν. τὰς ξυμφορὰς Εὐρ. Ι. Τ. 590, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 2. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. -ήσομαι (Εὐρ. Ἑκάβ. 1260, Τρῳ. 1048), ὑπάγω διὰ θαλάσσης, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ ναυστολούμενα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 495· ναυστοληθεὶς Διόδ. 4. 13. 2) ὁδηγῶ, διευθύνω, κυβερνῶ, τύχη δέ... ναυστολοῦσ’ ἐφέζετο (οὕτως ὁ Casaub. ἀντὶ ναῦν θέλουσ’) Αἰσχύλ. Ἀγ. 664· κυμάτων ἄτερ πόλιν σὴν ναυστολήσεις Εὐρ. Ἱκέτ. 474· μεταφορ., τὼ πτέρυγε ποῖ ναυστολεῖς; πρὸς ποῖον μέρος διευθύνεις τὰς πτέρυγάς σου; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1229, πρβλ. 279, 349. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ παθ., πορεύομαι ἐπὶ πλοίου, πλέω, ἐξ Ἰλίου... ναυστολῶ Σοφ. Φιλ. 245· πρὸς ἀπ’ Ἰλίου Εὐρ. Τρῳ. 77. 2) καθόλου μετ’ αἰτ. τόπου, ταξειδεύω ἀνά..., ταξειδεύων διέρχομαι..., ἵπποισιν ἢ κύμβαισι ν. χθόνα Σοφ, Ἀποσπ. 129, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 682, Ἱππ. 36, Κύκλ. 106· μεταφορ., διὰ πόνων ἐναυστόλουν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 818 3. ― Ρῆμα ποιητ., ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire un trajet par mer ; avec un acc. gagner par mer ; fig. ν. τὰς συμφοράς EUR être le maître du vaisseau chargé de malheurs ; aller, avec ἐς et l’acc..
Étymologie: ναύστολος.