παραβαίνω: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι: πρκμ. -βέβηκα: μετοχ. -[[βεβώς]], Ἐπικ. -βεβᾰώς: παθητ. πρκμ. -βέβασμαι (ἴδε κατωτ. Π. 1): ἀόρ. β΄ παρέβην: παθητ. ἀόρ. παρεβάθην ὑπόθεσ. τοῦ Δημ. κατὰ Ἀνδροτ. Βαίνω παραπλεύρως τινός, ἵσταμαι πλησίον· παρ’ Ὁμ. δίς, κατ’ Ἐπικ. μετοχ. τοῦ πρκμ., ἱστάμενος πλησίον τοῦ ἐπὶ τοῦ ἅρματος πολεμιστοῦ (πρβλ. [[παραβάτης]]), Ἕκτορι παρβεβαὼς [[μετὰ]] δοτ., Ἰλ. Λ. 522· καὶ ἐπὶ δύο πολεμιστῶν, παρβεβαῶτε ... ἀλλήλοιιν Ν. 708· οὕτω καὶ παρατατ., παρέβασκε ἦν ἐν χρήσει ὡς = ἦν [[παραβάτης]], Ἰλ. Λ. 104· τἀνάπαλιν παρ’ Ἡροδ. 7. 40, παραβέβηκε οἱ [[ἡνίοχος]]. ΙΙ. βαίνω [[παρά]] τι ἢ [[πέραν]] [[αὐτοῦ]], καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφορ. ἐπὶ μεταβατ. σημασίας: 1) [[παραβαίνω]], ὡς καὶ νῦν, τὰ [[νόμιμα]] Ἡρόδ. 1. 65· δίκης Αἰσχύλ. Ἀγ. 789, πρβλ. Ἀντιφῶντα 139. 38· θεοῦ νόμον Εὐρ. Ἴων. 231· θεσμούς, ὅρκους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 331, 332· τὰς σπονδὰς [[αὐτόθι]] 461, πρβλ. Θουκ. 1. 78, Λυσ. 115. 27, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσώπου, π. τινὰ δαιμόνων, [[ἁμαρτάνω]] [[ἐναντίον]] θεοῦ τινος, Ἡρόδ. 6. 12· - ἀπολ., παραβάντες, οἱ παραβάται, Αἰσχύλ. Ἀγ. 59, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 3, 5. - Παθ., σπονδὰς ... ἄς γε ὁ θεὸς ... νομίζει [[παραβεβάσθαι]] Θουκ. 1. 123· νόμῳ παραβαθέντι ὁ αὐτ. 3. 67· ἐὰν καὶ [[ὁτιοῦν]] παραβαθῇ 4. 23· παραβεβασμένοις ὅρκοις Δημ. 214 ἐν τέλ.· παραβαινομένων, ἀπολ., ἂν καὶ γίνονται παραβάσεις, Θουκ. 3. 45. β) [[μετὰ]] γεν., [[ἐξέρχομαι]], τῆς ἀληθείας Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 5, 2. 2) ἐν σιγῇ [[παρέρχομαι]], [[παραλείπω]], Σοφ. Τρ. 500, Δημ. 298. 11. 3) ἀφίνω τι νὰ παρέλθῃ, καιρὸν ὡς τὸ Λατ. omittere, Δείναρχ. 94. 44, πρβλ. Αἰσχίν, 83. 11. 4) οὔ με παρέβα [[φάσμα]], δέν με διέφυγε, Εὐρ. Ἑκάβ. 704 ΙΙΙ. προχωρῶ ἐμπρός, [[προβαίνω]], παραβήσομαι εἰς τὸ [[πρόσω]] (διάφορ. γραφὴ προβήσομαι) Ἡρόδ. 1. 5· π. εἰς ἀπέχθειαν (Schw. προβῆναι) Πολύβ. 38. 4, 3. IV. [[ἔρχομαι]] εἰς τὰ ἐμπρός, [[παρουσιάζομαι]], ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, [[παραβαίνω]] πρὸς τὸ [[θέατρον]], [[προβαίνω]] [[ὅπως]] ὁμιλήσω πρὸς τοὺς θεατάς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 629, Ἱππ. 508, Εἰρ. 735· πρβλ. [[παράβασις]] ΙΙΙ, παρὰ Β. ΙΙ. 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 55. | |lstext='''παραβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι: πρκμ. -βέβηκα: μετοχ. -[[βεβώς]], Ἐπικ. -βεβᾰώς: παθητ. πρκμ. -βέβασμαι (ἴδε κατωτ. Π. 1): ἀόρ. β΄ παρέβην: παθητ. ἀόρ. παρεβάθην ὑπόθεσ. τοῦ Δημ. κατὰ Ἀνδροτ. Βαίνω παραπλεύρως τινός, ἵσταμαι πλησίον· παρ’ Ὁμ. δίς, κατ’ Ἐπικ. μετοχ. τοῦ πρκμ., ἱστάμενος πλησίον τοῦ ἐπὶ τοῦ ἅρματος πολεμιστοῦ (πρβλ. [[παραβάτης]]), Ἕκτορι παρβεβαὼς [[μετὰ]] δοτ., Ἰλ. Λ. 522· καὶ ἐπὶ δύο πολεμιστῶν, παρβεβαῶτε ... ἀλλήλοιιν Ν. 708· οὕτω καὶ παρατατ., παρέβασκε ἦν ἐν χρήσει ὡς = ἦν [[παραβάτης]], Ἰλ. Λ. 104· τἀνάπαλιν παρ’ Ἡροδ. 7. 40, παραβέβηκε οἱ [[ἡνίοχος]]. ΙΙ. βαίνω [[παρά]] τι ἢ [[πέραν]] [[αὐτοῦ]], καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφορ. ἐπὶ μεταβατ. σημασίας: 1) [[παραβαίνω]], ὡς καὶ νῦν, τὰ [[νόμιμα]] Ἡρόδ. 1. 65· δίκης Αἰσχύλ. Ἀγ. 789, πρβλ. Ἀντιφῶντα 139. 38· θεοῦ νόμον Εὐρ. Ἴων. 231· θεσμούς, ὅρκους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 331, 332· τὰς σπονδὰς [[αὐτόθι]] 461, πρβλ. Θουκ. 1. 78, Λυσ. 115. 27, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσώπου, π. τινὰ δαιμόνων, [[ἁμαρτάνω]] [[ἐναντίον]] θεοῦ τινος, Ἡρόδ. 6. 12· - ἀπολ., παραβάντες, οἱ παραβάται, Αἰσχύλ. Ἀγ. 59, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 3, 5. - Παθ., σπονδὰς ... ἄς γε ὁ θεὸς ... νομίζει [[παραβεβάσθαι]] Θουκ. 1. 123· νόμῳ παραβαθέντι ὁ αὐτ. 3. 67· ἐὰν καὶ [[ὁτιοῦν]] παραβαθῇ 4. 23· παραβεβασμένοις ὅρκοις Δημ. 214 ἐν τέλ.· παραβαινομένων, ἀπολ., ἂν καὶ γίνονται παραβάσεις, Θουκ. 3. 45. β) [[μετὰ]] γεν., [[ἐξέρχομαι]], τῆς ἀληθείας Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 5, 2. 2) ἐν σιγῇ [[παρέρχομαι]], [[παραλείπω]], Σοφ. Τρ. 500, Δημ. 298. 11. 3) ἀφίνω τι νὰ παρέλθῃ, καιρὸν ὡς τὸ Λατ. omittere, Δείναρχ. 94. 44, πρβλ. Αἰσχίν, 83. 11. 4) οὔ με παρέβα [[φάσμα]], δέν με διέφυγε, Εὐρ. Ἑκάβ. 704 ΙΙΙ. προχωρῶ ἐμπρός, [[προβαίνω]], παραβήσομαι εἰς τὸ [[πρόσω]] (διάφορ. γραφὴ προβήσομαι) Ἡρόδ. 1. 5· π. εἰς ἀπέχθειαν (Schw. προβῆναι) Πολύβ. 38. 4, 3. IV. [[ἔρχομαι]] εἰς τὰ ἐμπρός, [[παρουσιάζομαι]], ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, [[παραβαίνω]] πρὸς τὸ [[θέατρον]], [[προβαίνω]] [[ὅπως]] ὁμιλήσω πρὸς τοὺς θεατάς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 629, Ἱππ. 508, Εἰρ. 735· πρβλ. [[παράβασις]] ΙΙΙ, παρὰ Β. ΙΙ. 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 55. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> παραβήσομαι, <i>etc.</i><br /><i>Pass. ao.</i> παρεβάθην, <i>pf.</i> παραβέβασμαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> marcher à côté, s’avancer à côté de ; se tenir à côté d’un conducteur sur un char de combat ; <i>ou invers.</i> se tenir à côté du guerrier <i>en parl. du conducteur</i> τινι;<br /><b>2</b> s’avancer, passer;<br /><b>II.</b> <i>tr. au fig.</i> passer par-dessus :<br /><b>1</b> transgresser, violer : νόμον PLAT une loi ; ὅρκους des serments ; <i>Pass.</i> [[νόμος]] παραβαθείς THC loi qui a été violée ; παραβεβασμένοι ὅρκοι DÉM serments violés ; <i>abs.</i> παραβαινομένων THC comme les peines établies étaient méprisées ; <i>avec un rég. de pers.</i> : π. τινὰ δαιμόνων HDT offenser qqe divinité par un acte de désobéissance ; <i>abs.</i> [[οἱ]] παραβάντες ESCHL les sacrilèges;<br /><b>2</b> omettre, oublier, acc. ; laisser passer, négliger (l’occasion, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> <i>avec un n. de chose pour sujet</i> passer à côté <i>ou</i> au delà, échapper : οὐδὲ παρέβα με [[φάσμα]] EUR cette vision ne m’a pas échappé, <i>càd</i> je l’ai présente dans l’esprit.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[βαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. impf. παρέβασκε (v. infr.): acc. pl. pres. part.
A παρβεῶντας Abh.Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene) is prob. from a byform Παραβάω: fut. -βήσομαι: pf. -βέβηκα; part. -βεβώς, Ep. -βεβᾰώς: pf. Pass. -βέβασμαι (v. infr. 11.1): aor. 2 παρέβην: aor. Pass. παρεβάθην Th.4.23:—go by the side of, and in pf., stand beside, twice in Hom., c. dat., of one standing beside the warrior in the chariot (cf. παραβάτης), Ἕκτορι παρβεβαώς Il.11.522; of two warriors, παρβεβαῶτε . . ἀλλήλοιιν 13.708; also impf. παρέβασκε, of the combatant in the chariot, 11.104; but παρεβεβήκεέ οἱ ἡνίοχος Hdt. 7.40. II pass beside or beyond, mostly metaph. (lit. π. τὸν ὅρον PHal.1.87 (iii B. C.)), in trans. sense: 1 overstep, transgress, τὰ νόμιμα Hdt.1.65; δίκην A.Ag.789 (anap.); δίκην τὴν δεδικασμένην Antipho 5.87; εἴ τι τούτων παραβαίνοιμι IG12.15.42, cf. 76.57; θεοῦ νόμον E.Ion230 (lyr.); οὐ τοὺς νόμους μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρὸν τῆς ἀναρρήσεως καὶ τὸν τόπον Aeschin.3.204; θεσμούς, ὅρκους, Ar.Av.331, 332 (both lyr.), cf. Th.1.78, Lys.9.15; τὰς σπονδάς Ar.Av.461: c. acc. pers., π. τινὰ δαιμόνων sin against a god, Hdt.6.12, cf. D.H.1.23; οὓς παραβαίνειν αἰσχρόν disappoint, Chor.p.80 B. (cf. v): abs., παραβάντες transgressors, A.Ag.59 (anap.); ὁ παραβαίνων Arist.Pol.1325b5:—Pass., to be transgressed or offended against, σπονδὰς... ἅς γε ὁ θεὸς . . νομίζει παραβεβάσθαι Th.1.123; νόμῳ παραβαθέντι Id.3.67; ἐὰν καὶ ὁτιοῦν παραβαθῇ Id.4.23; παραβεβασμένοις ὅρκοις D.17.12; παραβαινομένων abs., as offences were committed, Th.3.45. b with Prep., π. παρὰ τὴν συγγραφήν AJA16.13 (Sardes, iv/iii B. C.). c c. gen., go aside from, τῆς ἀληθείας Arist.Cael.271b8. 2 pass over, omit, S.Tr.499 (lyr.), D.18.211, Aristeas 297. 3 let pass, καιρούς Din.1.36. 4 οὔ με παρέβα φάσμα it escaped me not, E.Hec.704 (lyr.). III pass on, π. εἰς ἀπέχθειαν Plb.38.12.3 (sed leg. προβῆναι). IV come forward, esp. of the Com. parabasis (v. παραβασις) ,π. πρὸς τὸ θέατρον step forward to address the spectators, Ar.Ach.629, Eq.508, Pax735; also οὐκ ἂν παρέβην εἰς λέξιν τοιάνδ' ἐπῶν Pl.Com. 92.2: similarly, metaph., δοκεῖν παραβεβηκέναι τῇ πρώτῃ σκηνῇ Procl. in Prm.p.523 S. V in Med., c. acc. pers., commit an offence against, Chor.p.68 B.
German (Pape)
[Seite 471] (s. βαίνω), 1) daneben, zur Seite treten, u. im perf., Ἕκτορι παρβεβαώς, Il. 11, 522, wie ὡς τὼ παρβεβαῶτε μάλ' ἕστασαν ἀλλήλοιιν, 13, 708, von dem Kämpfer, der neben dem Wagenlenker steht (vgl. παραβάτης), u. so in tmesi : πὰρ δέ οἱ Ἀντήνωρ περικαλλέα βήσατο δίφρον, Il. 3, 262, wenn man nicht richtiger πάρ hier als Adverbium nimmt; von dem Wagenlenker, Her. 7, 40, παραβεβήκεε δέ οἱ ἡνίοχος, neben ihm stand der Wagenlenker. – 2) vorgehen, weitergehen, παραβήσομαι εἰς τὸ πρόσω τοῦ λόγου, Her. 1, 5; Sp., wie Pol. 4, 73, 7. Dah. in der Comödie π. εἰς od. πρὸς τὸ θέατρον, hervortreten u. die Parabase vortragen, Ar. Ach. 629 Equ. 508 Pax 735 u. Plat. com. beim Schol. zu dieser Stelle. – 3) transit., überschreiten, übertreten, verletzen, δίκην παραβάντες, Aesch. Ag. 763; ὁρκώματα, Eum. 738; θεοῦ νόμον, Eur. Ion 231; τὰ νόμιμα, Her. 1, 65; ὅρκους, Ar. Thesm. 358, wie Thuc. 1, 78; νόμους, τὰ τεθέντα, Plat. Crito 53 e Legg. IV, 714 d; Folgde; τὰ κοινὰ δίκαια, Pol. 2, 58, 7; u. pass., παραβαίνεται καὶ τοῦτο (τὸ νόμιμον), Xen. Mem. 4, 4, 24; τῷ τῶν Ἑλλήνων νόμῳ ὑπὸ τῶνδε παραβαθέντι, Thuc. 3, 67, vgl. 45; παραβεβάσθαι τὰς σπονδάς, 1, 123; ἐν τοῖς παραβεβασμένοις (so!) ὅρκοις ἐμμένειν, Dem. 17, 12. – Auch τινὰ τῶν δαιμόνων, einen der Götter durch Gesetzübertretung verletzen, gegen ihn sündigen, Her. 6, 12; und absol., fehlen, πέμπει παραβᾶσιν Ἐρινύν, Aesch. Ag. 59. – Uebergehen, mit Stillschweigen, τί, Soph. Trach. 499; Dem. 18, 211; dah. vernachlässigen, übersehen, wie Aesch. 3, 204 vrbdt οὐ τοὺς νόμους μόνον παραβέβηκεν, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρόν; vgl. Din. 1, 36; – Eur. Hec. 704, οὐδὲ παρέβα με φάσμα μελανόπτερον, non fugit me.
Greek (Liddell-Scott)
παραβαίνω: μέλλ. -βήσομαι: πρκμ. -βέβηκα: μετοχ. -βεβώς, Ἐπικ. -βεβᾰώς: παθητ. πρκμ. -βέβασμαι (ἴδε κατωτ. Π. 1): ἀόρ. β΄ παρέβην: παθητ. ἀόρ. παρεβάθην ὑπόθεσ. τοῦ Δημ. κατὰ Ἀνδροτ. Βαίνω παραπλεύρως τινός, ἵσταμαι πλησίον· παρ’ Ὁμ. δίς, κατ’ Ἐπικ. μετοχ. τοῦ πρκμ., ἱστάμενος πλησίον τοῦ ἐπὶ τοῦ ἅρματος πολεμιστοῦ (πρβλ. παραβάτης), Ἕκτορι παρβεβαὼς μετὰ δοτ., Ἰλ. Λ. 522· καὶ ἐπὶ δύο πολεμιστῶν, παρβεβαῶτε ... ἀλλήλοιιν Ν. 708· οὕτω καὶ παρατατ., παρέβασκε ἦν ἐν χρήσει ὡς = ἦν παραβάτης, Ἰλ. Λ. 104· τἀνάπαλιν παρ’ Ἡροδ. 7. 40, παραβέβηκε οἱ ἡνίοχος. ΙΙ. βαίνω παρά τι ἢ πέραν αὐτοῦ, καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφορ. ἐπὶ μεταβατ. σημασίας: 1) παραβαίνω, ὡς καὶ νῦν, τὰ νόμιμα Ἡρόδ. 1. 65· δίκης Αἰσχύλ. Ἀγ. 789, πρβλ. Ἀντιφῶντα 139. 38· θεοῦ νόμον Εὐρ. Ἴων. 231· θεσμούς, ὅρκους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 331, 332· τὰς σπονδὰς αὐτόθι 461, πρβλ. Θουκ. 1. 78, Λυσ. 115. 27, κτλ.· - ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσώπου, π. τινὰ δαιμόνων, ἁμαρτάνω ἐναντίον θεοῦ τινος, Ἡρόδ. 6. 12· - ἀπολ., παραβάντες, οἱ παραβάται, Αἰσχύλ. Ἀγ. 59, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 3, 5. - Παθ., σπονδὰς ... ἄς γε ὁ θεὸς ... νομίζει παραβεβάσθαι Θουκ. 1. 123· νόμῳ παραβαθέντι ὁ αὐτ. 3. 67· ἐὰν καὶ ὁτιοῦν παραβαθῇ 4. 23· παραβεβασμένοις ὅρκοις Δημ. 214 ἐν τέλ.· παραβαινομένων, ἀπολ., ἂν καὶ γίνονται παραβάσεις, Θουκ. 3. 45. β) μετὰ γεν., ἐξέρχομαι, τῆς ἀληθείας Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 5, 2. 2) ἐν σιγῇ παρέρχομαι, παραλείπω, Σοφ. Τρ. 500, Δημ. 298. 11. 3) ἀφίνω τι νὰ παρέλθῃ, καιρὸν ὡς τὸ Λατ. omittere, Δείναρχ. 94. 44, πρβλ. Αἰσχίν, 83. 11. 4) οὔ με παρέβα φάσμα, δέν με διέφυγε, Εὐρ. Ἑκάβ. 704 ΙΙΙ. προχωρῶ ἐμπρός, προβαίνω, παραβήσομαι εἰς τὸ πρόσω (διάφορ. γραφὴ προβήσομαι) Ἡρόδ. 1. 5· π. εἰς ἀπέχθειαν (Schw. προβῆναι) Πολύβ. 38. 4, 3. IV. ἔρχομαι εἰς τὰ ἐμπρός, παρουσιάζομαι, ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, παραβαίνω πρὸς τὸ θέατρον, προβαίνω ὅπως ὁμιλήσω πρὸς τοὺς θεατάς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 629, Ἱππ. 508, Εἰρ. 735· πρβλ. παράβασις ΙΙΙ, παρὰ Β. ΙΙ. 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 55.
French (Bailly abrégé)
f. παραβήσομαι, etc.
Pass. ao. παρεβάθην, pf. παραβέβασμαι;
I. intr. 1 marcher à côté, s’avancer à côté de ; se tenir à côté d’un conducteur sur un char de combat ; ou invers. se tenir à côté du guerrier en parl. du conducteur τινι;
2 s’avancer, passer;
II. tr. au fig. passer par-dessus :
1 transgresser, violer : νόμον PLAT une loi ; ὅρκους des serments ; Pass. νόμος παραβαθείς THC loi qui a été violée ; παραβεβασμένοι ὅρκοι DÉM serments violés ; abs. παραβαινομένων THC comme les peines établies étaient méprisées ; avec un rég. de pers. : π. τινὰ δαιμόνων HDT offenser qqe divinité par un acte de désobéissance ; abs. οἱ παραβάντες ESCHL les sacrilèges;
2 omettre, oublier, acc. ; laisser passer, négliger (l’occasion, etc.);
3 avec un n. de chose pour sujet passer à côté ou au delà, échapper : οὐδὲ παρέβα με φάσμα EUR cette vision ne m’a pas échappé, càd je l’ai présente dans l’esprit.
Étymologie: παρά, βαίνω.