διασκέπτομαι: Difference between revisions
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασκέπτομαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ διασκοπέω, Λουκ. Β. Πρ. 27, Ἀληθ. Ἱστ. 18. | |lstext='''διασκέπτομαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ διασκοπέω, Λουκ. Β. Πρ. 27, Ἀληθ. Ἱστ. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διασκέψομαι, <i>etc.</i><br />examiner à fond, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκέπτομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
A = διασκοπέω, Luc.Vit.Auct.27, VH2.18.
German (Pape)
[Seite 602] dep. med., 1) genau betrachten, erwägen; Eur. Cycl. 554; λόγον Plat. Theaet. 168 e, u. öfter; πρὸς ἑαυτόν, bei sich, Charmid. 160 e; πάντα διεσκέφθαι, pass., Ar. Th. 687. – 2) sich rings umsehen, Xen. Cyn. 9, 3. – S. διασκοπέω.
Greek (Liddell-Scott)
διασκέπτομαι: μεταγεν. τύπος τοῦ διασκοπέω, Λουκ. Β. Πρ. 27, Ἀληθ. Ἱστ. 18.
French (Bailly abrégé)
f. διασκέψομαι, etc.
examiner à fond, acc..
Étymologie: διά, σκέπτομαι.