δίυγρος: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίυγρος''': -ον, ἐντελῶς [[ὑγρός]], Ἱππ. 537. 25, κτλ.· τὸ [[χωρίον]] Αἰσχύλ. Θήβ. 985 [[εἶναι]] ἐφθαρμ. 2) ἔχων τὸ [[βλέμμα]] τακερόν, Ἀνθ. Π. 12. 68, πρβλ. [[ὑγρός]] ΙΙ. 5. ΙΙ. [[ὑγρός]], [[πλήρης]] ὑγρασίας, Ἀριστ. Προβλ. 8. 4.
|lstext='''δίυγρος''': -ον, ἐντελῶς [[ὑγρός]], Ἱππ. 537. 25, κτλ.· τὸ [[χωρίον]] Αἰσχύλ. Θήβ. 985 [[εἶναι]] ἐφθαρμ. 2) ἔχων τὸ [[βλέμμα]] τακερόν, Ἀνθ. Π. 12. 68, πρβλ. [[ὑγρός]] ΙΙ. 5. ΙΙ. [[ὑγρός]], [[πλήρης]] ὑγρασίας, Ἀριστ. Προβλ. 8. 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui imprègne d’humidité : δίυγρα πήματα ESCHL douleurs qui pénètrent et imprègnent l’âme.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὑγρός]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίυγρος Medium diacritics: δίυγρος Low diacritics: δίυγρος Capitals: ΔΙΥΓΡΟΣ
Transliteration A: díygros Transliteration B: diugros Transliteration C: diygros Beta Code: di/ugros

English (LSJ)

ον,

   A washed out, pale, δ. τὴν εἰδέην Hp.Int.43 (A.Th.990 is corrupt).    2 of a melting glance, νεῦμα δ. AP12.68.7 (Mel.).    II liquid, moist, Arist.Pr.887b25; ἀναθυμίασις Porph. Sent.29; στοιχεῖον δ., of the sea, Id. ap. Eus.PE3.11; τὸ δ. τῆς ὕλης Jul.Or.5.165d; πνεῦμα Iamb.Myst.4.13; watery, αἷμα Steph. in Hp. 1.132 D.

German (Pape)

[Seite 644] durchnäßt, ganz u. gar feucht; Hippocr. u. Folgde; νεῦμα Mel. 14 (XII, 69). Uebertr., τριπάλτων πημάτων δ. Aesch. Spt. 972, von dreifachem Weh getroffen.

Greek (Liddell-Scott)

δίυγρος: -ον, ἐντελῶς ὑγρός, Ἱππ. 537. 25, κτλ.· τὸ χωρίον Αἰσχύλ. Θήβ. 985 εἶναι ἐφθαρμ. 2) ἔχων τὸ βλέμμα τακερόν, Ἀνθ. Π. 12. 68, πρβλ. ὑγρός ΙΙ. 5. ΙΙ. ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, Ἀριστ. Προβλ. 8. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui imprègne d’humidité : δίυγρα πήματα ESCHL douleurs qui pénètrent et imprègnent l’âme.
Étymologie: διά, ὑγρός.