διαφιλοτιμέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαφῐλοτῑμέομαι''': ἀποθ., [[ἀγωνίζομαι]] φιλοτιμούμενος, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 4, 1· τινι ὑπέρ τινος Πλούτ. Ἀριστείδ. 16.
|lstext='''διαφῐλοτῑμέομαι''': ἀποθ., [[ἀγωνίζομαι]] φιλοτιμούμενος, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 4, 1· τινι ὑπέρ τινος Πλούτ. Ἀριστείδ. 16.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ήσομαι;<br />lutter, rivaliser : τινι [[ὑπέρ]] τινος disputer à qqn l’honneur de qch.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φιλοτιμέομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφῐλοτῑμέομαι Medium diacritics: διαφιλοτιμέομαι Low diacritics: διαφιλοτιμέομαι Capitals: ΔΙΑΦΙΛΟΤΙΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diaphilotiméomai Transliteration B: diaphilotimeomai Transliteration C: diafilotimeomai Beta Code: diafilotime/omai

English (LSJ)

   A strive emulously or earnestly, Thphr.HP4.4.1; τινὶ ὑπέρ τινος Plu.Arist.16.

German (Pape)

[Seite 611] dep. pass., sich mit Einem um die Wette beeifern, indem man eine Ehre worin setzt; Theophr.; τινὶ ὑπέρ τινος, Plut. Arist. 16.

Greek (Liddell-Scott)

διαφῐλοτῑμέομαι: ἀποθ., ἀγωνίζομαι φιλοτιμούμενος, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 4, 1· τινι ὑπέρ τινος Πλούτ. Ἀριστείδ. 16.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. ήσομαι;
lutter, rivaliser : τινι ὑπέρ τινος disputer à qqn l’honneur de qch.
Étymologie: διά, φιλοτιμέομαι.