δυσχρηστέω: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσχρηστέω''': εἶμαι [[δύσχρηστος]], difficilem se praebere, Πολύβ. 27. 6, 10. ΙΙ. [[ἐμπίπτω]] εἰς δυσχερείας ἢ στενοχωρίας, δ. πράγμασι, λόγοις ὁ αὐτ.· - οὕτω [[συχν]]. καὶ ἐν τῷ μέσ., ὁ αὐτ. 1. 28, 9., κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], ὁ αὐτ. 16. 3, 5. - Παθ., περιέχομαι εἰς ἀμηχανίαν, στενοχωρίαν, ὑπό τινος Ἀθήν. 634Β.
|lstext='''δυσχρηστέω''': εἶμαι [[δύσχρηστος]], difficilem se praebere, Πολύβ. 27. 6, 10. ΙΙ. [[ἐμπίπτω]] εἰς δυσχερείας ἢ στενοχωρίας, δ. πράγμασι, λόγοις ὁ αὐτ.· - οὕτω [[συχν]]. καὶ ἐν τῷ μέσ., ὁ αὐτ. 1. 28, 9., κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], ὁ αὐτ. 16. 3, 5. - Παθ., περιέχομαι εἰς ἀμηχανίαν, στενοχωρίαν, ὑπό τινος Ἀθήν. 634Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> causer de l’embarras;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> être peu utile <i>ou</i> incommode;<br /><b>2</b> être dans l’embarras.<br />'''Étymologie:''' [[δύσχρηστος]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχρηστέω Medium diacritics: δυσχρηστέω Low diacritics: δυσχρηστέω Capitals: ΔΥΣΧΡΗΣΤΕΩ
Transliteration A: dyschrēstéō Transliteration B: dyschrēsteō Transliteration C: dyschristeo Beta Code: dusxrhste/w

English (LSJ)

   A to be intractable, Plb.27.7.10.    II to be in difficulties or distress, Id.4.60.8; ταῖς εἰρεσίαις Id.16.4.10; διά τι Id.1.51.6; περὶ τὴν ἔξοδον ib.75.7:—also in Med., δ. ἐν τοῖς κινδύνοις ib.87.7; πράγμασι, λόγοις, Id.1.18.7, 3.11.4; of things, to be useless, Id.16.3.5:— Pass., to be brought into distress, ἐπὶ τοῖς ἀπαντωμένοις ὑπ' Ἀρχιμήδους Id.8.6.5; to be annoyed, D.S.18.39; ἐπί τινι Id.19.77.

German (Pape)

[Seite 691] 1) Schwierigkeiten machen, Pol. 27, 6, 10 u. öfter. – 2) Gew. intrans., in Verlegenheit, in Noth sein; περί τι, Pol. 1, 75, 7; – bes. med.; absolut, 1, 28, 9 u. A.; ἐν τοῖς κινδύνοις 1. 87, 7; τοῖς πράγμασι 1, 18, 7; vgl. Ath. III, 91 d τῇ βρώσει, sich beim Essen nicht zu helfen wissen; τοῖς λόγοις 3, 11, 4; περί τι, 21, 3, 4; πρὸς πᾶν, ganz u. gar rathlos sein, 16, 3, 5; ἐπί τινι, D. Sic. 19, 77; – auch pass., ὑπό τινος, durch etwas in Verlegenheit gebracht werden, Ath. XIV, 634 b.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχρηστέω: εἶμαι δύσχρηστος, difficilem se praebere, Πολύβ. 27. 6, 10. ΙΙ. ἐμπίπτω εἰς δυσχερείας ἢ στενοχωρίας, δ. πράγμασι, λόγοις ὁ αὐτ.· - οὕτω συχν. καὶ ἐν τῷ μέσ., ὁ αὐτ. 1. 28, 9., κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ἄχρηστος, ἀνωφελής, ὁ αὐτ. 16. 3, 5. - Παθ., περιέχομαι εἰς ἀμηχανίαν, στενοχωρίαν, ὑπό τινος Ἀθήν. 634Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. causer de l’embarras;
II. intr. 1 être peu utile ou incommode;
2 être dans l’embarras.
Étymologie: δύσχρηστος.