ἐγγραφή: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγγρᾰφή''': ἡ, ἡ εἰς τὰ δημόσια ἀρχεῖα ἐγγραφὴ τοῦ πολίτου, συμβάσης δὲ τῷ πατρὶ τῆς τελευτῆς, πρὶς τὰς εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφὰς γενέσθαι Δημ. 996. 2· ἡ εἰς τὸν κατάλογον τῶν ἀτίμων [[ἐγγραφή]], ὁ αὐτ. 778. 18., 968 9, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 5.
|lstext='''ἐγγρᾰφή''': ἡ, ἡ εἰς τὰ δημόσια ἀρχεῖα ἐγγραφὴ τοῦ πολίτου, συμβάσης δὲ τῷ πατρὶ τῆς τελευτῆς, πρὶς τὰς εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφὰς γενέσθαι Δημ. 996. 2· ἡ εἰς τὸν κατάλογον τῶν ἀτίμων [[ἐγγραφή]], ὁ αὐτ. 778. 18., 968 9, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 5.
}}
{{bailly
|btext=ῆ (ἡ) :<br />inscription, enregistrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγγράφω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγρᾰφή Medium diacritics: ἐγγραφή Low diacritics: εγγραφή Capitals: ΕΓΓΡΑΦΗ
Transliteration A: engraphḗ Transliteration B: engraphē Transliteration C: eggrafi Beta Code: e)ggrafh/

English (LSJ)

ἡ, Dor. ἐγγροφά IG 4.1485.126 (Epid.),

   A registration, πολιτῶν Arist.Ath.43.1, cf. Ph.2.51; of persons on the list of their deme, D.39.5 (pl.), IG22.1028.6 (pl.); of ἄτιμοι, D.25.28; of public debtors, Id.37.6; of those subject to penalties, Arist.Pol.1322a1 (pl.).    II engraving of an inscription, Ἀρχ.Ἐφ. 1911.141 (Gonni).    2 Geom., inscribing of a figure, Papp. 150.8, al.; cf. ἐκγραφή. -ής, ές, = ἔγγραφος, Anon. in EN245.30.

German (Pape)

[Seite 701] ἡ, das Einschreiben; τῶν θεσμοθετῶν, Dem. 25, 28 u. Sp., bes. in Athen, Einschreibung in die Bürgerrolle, αἱ εἰς τοὺς δημότας Dem. 39, 5; auch die Einschreibung der zu einer Geldstrafe Verurtheilten auf Tafeln, die auf der Akropolis aufgestellt wurden, Arist. pol. 6, 5. Vgl. Meier u. Schömann S. 743.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγρᾰφή: ἡ, ἡ εἰς τὰ δημόσια ἀρχεῖα ἐγγραφὴ τοῦ πολίτου, συμβάσης δὲ τῷ πατρὶ τῆς τελευτῆς, πρὶς τὰς εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφὰς γενέσθαι Δημ. 996. 2· ἡ εἰς τὸν κατάλογον τῶν ἀτίμων ἐγγραφή, ὁ αὐτ. 778. 18., 968 9, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 5.

French (Bailly abrégé)

ῆ (ἡ) :
inscription, enregistrement.
Étymologie: ἐγγράφω.