3,274,287
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔδᾰφος''': -εος, τό: (ἴδε ἐν λ. ὁδός, [[ὀδός]], [[οὖδας]])· - ὁ [[πυθμήν]], τὸ θεμέλιον, ἡ βάσις παντὸς πράγματος, Θουκ. 1. 10· [[ἔδαφος]] [[νηός]], τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς [[νεώς]], τὸ κατώτατον [[κύτος]] αὐτῆς, Ὀδ. Ε. 249· [[ἔδαφος]] πλοίου Δημ. 883. 22, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 6· ἔδ. ποταμοῦ, θαλάττης Ξεν. Κύρ. 7. 5, 18, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 18· ποτηρίου Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 2. 2) τὸ κατάγειον [[μέρος]] τῆς οἰκίας, τὸ [[δάπεδον]], οἴκου Ἡρόδ. 8. 137· καθαιρεῖν εἰς τὸ [[ἔδαφος]], κατεδαφίζειν, Θουκ. 3. 68. 3) [[τόπος]], γῆ, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι Αἰσχίν. 72. 41, πρβλ. Δημ. 809, ἐν τέλει· ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει Δημ. 99. 19., 134, 14: - [[ὡσαύτως]] γῆ ὑπὸ ἔποψιν ποιότητος, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 11, 8, κτλ.· πλ., ἐδάφη, γαῖαι, χωράφια (ὡς κτήματα), Ἰσαῖος 88. 22, πρβλ. Δημ. 803, ἐν τέλει, Συλλ. Ἐπιγρ. 162. 17. 4) μεταφ. τὸ ἀρχικὸν κείμενον συγγράμματος, τὸ πρωτότυπον Γαλην. τ. 17. 1, σ. 909Κ. | |lstext='''ἔδᾰφος''': -εος, τό: (ἴδε ἐν λ. ὁδός, [[ὀδός]], [[οὖδας]])· - ὁ [[πυθμήν]], τὸ θεμέλιον, ἡ βάσις παντὸς πράγματος, Θουκ. 1. 10· [[ἔδαφος]] [[νηός]], τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς [[νεώς]], τὸ κατώτατον [[κύτος]] αὐτῆς, Ὀδ. Ε. 249· [[ἔδαφος]] πλοίου Δημ. 883. 22, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 6· ἔδ. ποταμοῦ, θαλάττης Ξεν. Κύρ. 7. 5, 18, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 18· ποτηρίου Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 2. 2) τὸ κατάγειον [[μέρος]] τῆς οἰκίας, τὸ [[δάπεδον]], οἴκου Ἡρόδ. 8. 137· καθαιρεῖν εἰς τὸ [[ἔδαφος]], κατεδαφίζειν, Θουκ. 3. 68. 3) [[τόπος]], γῆ, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι Αἰσχίν. 72. 41, πρβλ. Δημ. 809, ἐν τέλει· ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει Δημ. 99. 19., 134, 14: - [[ὡσαύτως]] γῆ ὑπὸ ἔποψιν ποιότητος, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 11, 8, κτλ.· πλ., ἐδάφη, γαῖαι, χωράφια (ὡς κτήματα), Ἰσαῖος 88. 22, πρβλ. Δημ. 803, ἐν τέλει, Συλλ. Ἐπιγρ. 162. 17. 4) μεταφ. τὸ ἀρχικὸν κείμενον συγγράμματος, τὸ πρωτότυπον Γαλην. τ. 17. 1, σ. 909Κ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εος, -ους (τό) :<br /><b>1</b> fondement (du sol ; d’une maison, <i>etc.</i>) : καθαιρεῖν [[εἰς]] τὸ [[ἔδαφος]] THC, [[εἰς]] [[ἔδαφος]] καταβάλλειν PLUT détruire jusqu’aux fondements ; ἐχθρὸς [[τῷ]] τῆς πόλεως ἐδάφει DÉM ennemi du fondement même de l’État, <i>càd</i> ennemi mortel;<br /><b>2</b> fond solide (d’un fleuve) ; fond de cale d’un navire;<br /><b>3</b> pavé (d’une maison).<br />'''Étymologie:''' R. Σεδ, être assis, être sédentaire, être fixe, d’où ἕζω ; cf. [[οὖδας]]. | |||
}} | }} |