ἐθνικός: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐθνικός''': -ή, -όν, ὁ τοῦ ἔθνους ἢ εἰς τὸ [[ἔθνος]] ἀνήκων, Πολύβ. 30. 10, 6, Διόδ. 18, 13. 2) ἐν τῇ γραμμ., Ἐθνικὸν [[ὄνομα]], ὡς [[Λυδός]], [[Φρύξ]], Κάρ. ΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ., [[ξένος]] τῆς ἀληθοῦς λατρείας τοῦ Θεοῦ, [[εἰδωλολάτρης]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 17· ἐν τῷ πληθ., Ματθ. ϛ΄, 7 κτλ.: - ἐθνικῇ… ἐν σοφίᾳ Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 130. 6. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἐπιστ. π. Γαλάτ. β΄, 14. | |lstext='''ἐθνικός''': -ή, -όν, ὁ τοῦ ἔθνους ἢ εἰς τὸ [[ἔθνος]] ἀνήκων, Πολύβ. 30. 10, 6, Διόδ. 18, 13. 2) ἐν τῇ γραμμ., Ἐθνικὸν [[ὄνομα]], ὡς [[Λυδός]], [[Φρύξ]], Κάρ. ΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ., [[ξένος]] τῆς ἀληθοῦς λατρείας τοῦ Θεοῦ, [[εἰδωλολάτρης]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 17· ἐν τῷ πληθ., Ματθ. ϛ΄, 7 κτλ.: - ἐθνικῇ… ἐν σοφίᾳ Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 130. 6. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἐπιστ. π. Γαλάτ. β΄, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />national.<br />'''Étymologie:''' [[ἔθνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A national, συστάσεις Plb.30.13.6; διαστάσεις Id.4.21.2; χρεῖαι D.S.18.13; ἰδιότητες Phld.Rh.1.154 S.; διαφοραί Str.2.3.1. II foreign, gentile, Ev.Matt.5.47; ἐθνικῇ . . ἐν σοφία Epigr.Gr.430.6. Adv. -κῶς, opp. Ἰουδαϊκῶς, Ep.Gal.2.14. b in the Roman Empire, provincial, Cod. Just.12.63.2.6. III Gramm., indicating nationality, Str.14.2.28, D.T.636.11, A.D.Synt.190.20. Adv. -κῶς, παραχθέν ib.5, cf. Str.4.1.1, D.L.7.56. 2 dialectal, ἔθος A.D.Synt.46.1. IV ἐθνικός, ὁ, tax-collector, POxy.126.13 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 720] zum Volke gehörig, ihm eigenthümlich, volksthümlich; ὀνομασίαι, ein Buch des Kallimachus, Ath. VII, 329 a; συστάσεις, Volksvereine, Pol. 30, 10, 6; a. Sp. – Im N. T. u. bei K. S. = heidnisch. – Adv. ἐθνικῶς, D. L. 7, 56 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθνικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἔθνους ἢ εἰς τὸ ἔθνος ἀνήκων, Πολύβ. 30. 10, 6, Διόδ. 18, 13. 2) ἐν τῇ γραμμ., Ἐθνικὸν ὄνομα, ὡς Λυδός, Φρύξ, Κάρ. ΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ξένος τῆς ἀληθοῦς λατρείας τοῦ Θεοῦ, εἰδωλολάτρης, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 17· ἐν τῷ πληθ., Ματθ. ϛ΄, 7 κτλ.: - ἐθνικῇ… ἐν σοφίᾳ Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 130. 6. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἐπιστ. π. Γαλάτ. β΄, 14.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
national.
Étymologie: ἔθνος.