ἐκσεύομαι: Difference between revisions
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκσεύομαι''': παθ. πρκμ. ἐξέσαῠμαι: ὑπερσ. ἐξέσσῠτο [[μετὰ]] σημασ. παρατατ. (Ὀδ. Ι. 373), ἂν καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[εἶναι]] συνήθως ἀόρ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. α΄ ἐξεσύθην ῠ. Ἐξορμῶ, πυλῶν [[ἐξέσσυτο]] Ἰλ. Η. 1· φάρυγος δ᾿ [[ἐξέσσυτο]] [[οἶνος]] Ὀδ. Ι. 373· βλεφάρων [[ἐξέσσυτο]] [[νήδυμος]] [[ὕπνος]], ἔφυγεν ἐκ τῶν βλεφάρων του, Μ. 366: - ἀπολ. [[ἐκθέω]], ἐξορμῶ, ἐκ δ’ ἔσσυτο λαὸς Θ. 58· νομμόνδ᾿ [[ἐξέσσυτο]] ἄρσενα μῆλα Ὀδ. Ι. 438· αἰχμὴ δ᾿ ἐξεσύθη, ἐξώρμησεν, Ἰλ. Ε. 293 (ἀλλ᾿ αἱ ἄρισται ἐκδ. ἔχουσι νῦν: αἰχμὴ δ᾿ ἐξελύθη)· ἐξέσσυται [[ἄνθρωπος]] ἐξ ἀνθρώπου Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 82. 25. | |lstext='''ἐκσεύομαι''': παθ. πρκμ. ἐξέσαῠμαι: ὑπερσ. ἐξέσσῠτο [[μετὰ]] σημασ. παρατατ. (Ὀδ. Ι. 373), ἂν καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[εἶναι]] συνήθως ἀόρ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. α΄ ἐξεσύθην ῠ. Ἐξορμῶ, πυλῶν [[ἐξέσσυτο]] Ἰλ. Η. 1· φάρυγος δ᾿ [[ἐξέσσυτο]] [[οἶνος]] Ὀδ. Ι. 373· βλεφάρων [[ἐξέσσυτο]] [[νήδυμος]] [[ὕπνος]], ἔφυγεν ἐκ τῶν βλεφάρων του, Μ. 366: - ἀπολ. [[ἐκθέω]], ἐξορμῶ, ἐκ δ’ ἔσσυτο λαὸς Θ. 58· νομμόνδ᾿ [[ἐξέσσυτο]] ἄρσενα μῆλα Ὀδ. Ι. 438· αἰχμὴ δ᾿ ἐξεσύθη, ἐξώρμησεν, Ἰλ. Ε. 293 (ἀλλ᾿ αἱ ἄρισται ἐκδ. ἔχουσι νῦν: αἰχμὴ δ᾿ ἐξελύθη)· ἐξέσσυται [[ἄνθρωπος]] ἐξ ἀνθρώπου Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 82. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. Pass.</i><br />s’élancer ; <i>fig.</i> βλεφάρων [[ἐξέσσυτο]] [[ὕπνος]] OD le sommeil s’enfuit de ses paupières ; νομόνδ’ [[ἐξέσσυτο]] μῆλα OD les troupeaux bondirent vers le pâturage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[σεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
Pass., pf. ἐξέσσῠμαι: plpf. ἐξέσσῠτο with sense of impf. (Od.9.373), but usu. aor. (v. infr.) : aor. I ἐξεσύθην [ῠ]:—
A rush out or burst forth from, πυλέων ἐξέσσυτο Il.7.1 ; φάρυγος δ' ἐξέσσυτο οἶνος Od.9.373 ; βλεφάρων ἐξέσσυτο νήδυμος ὕπνος sleep fled away from his eyelids, 12.366 : abs., rush out, ἐκ δ' ἔσσυτο ιαός Il.8.58 ; νομόνδ' ἐξέσσυτο..μῆλα Od.9.438 ; αἰχμὴ δ' ἐξεσύθη the point burst out, Il.5.293 (v.l.) ; ἐξέσσυται ἄνθρωπος ἐξ ἀνθρώπου Democr.32.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσεύομαι: παθ. πρκμ. ἐξέσαῠμαι: ὑπερσ. ἐξέσσῠτο μετὰ σημασ. παρατατ. (Ὀδ. Ι. 373), ἂν καὶ ὁ τύπος οὗτος εἶναι συνήθως ἀόρ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. α΄ ἐξεσύθην ῠ. Ἐξορμῶ, πυλῶν ἐξέσσυτο Ἰλ. Η. 1· φάρυγος δ᾿ ἐξέσσυτο οἶνος Ὀδ. Ι. 373· βλεφάρων ἐξέσσυτο νήδυμος ὕπνος, ἔφυγεν ἐκ τῶν βλεφάρων του, Μ. 366: - ἀπολ. ἐκθέω, ἐξορμῶ, ἐκ δ’ ἔσσυτο λαὸς Θ. 58· νομμόνδ᾿ ἐξέσσυτο ἄρσενα μῆλα Ὀδ. Ι. 438· αἰχμὴ δ᾿ ἐξεσύθη, ἐξώρμησεν, Ἰλ. Ε. 293 (ἀλλ᾿ αἱ ἄρισται ἐκδ. ἔχουσι νῦν: αἰχμὴ δ᾿ ἐξελύθη)· ἐξέσσυται ἄνθρωπος ἐξ ἀνθρώπου Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 82. 25.
French (Bailly abrégé)
seul. Pass.
s’élancer ; fig. βλεφάρων ἐξέσσυτο ὕπνος OD le sommeil s’enfuit de ses paupières ; νομόνδ’ ἐξέσσυτο μῆλα OD les troupeaux bondirent vers le pâturage.
Étymologie: ἐκ, σεύω.