ἐπουράνιος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπουράνιος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Κόϊντ. Σμ. 2. 429· ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ, [[οὐράνιος]], παρ’ Ὁμ. μόνον ἐπὶ τῶν θεῶν, ἐπ. [[θεός]], θεοὶ Ὀδ. Ρ. 484, Ἰλ. Ζ. 129, 131, 527· ἐπουράνιοι εὐσεβῶν ψυχαὶ Πινδ. Ἀποσπ. 97. 4· ἡ ἐπ. [[πορεία]] Πλάτ. Φαῖδρ. 256D. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡς οὐσιαστ., οἱ ἐπουράνιοι = θεοί, Θεόκρ. 25. 5, Μόσχ. 2. 21· [[οὕτως]], ἤδη ἐπ. εἶ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 3· τὰ ἐπουράνια, τὰ οὐράνια φαινόμενα, Πλάτ. Ἀπολ. 19Β.
|lstext='''ἐπουράνιος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Κόϊντ. Σμ. 2. 429· ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ, [[οὐράνιος]], παρ’ Ὁμ. μόνον ἐπὶ τῶν θεῶν, ἐπ. [[θεός]], θεοὶ Ὀδ. Ρ. 484, Ἰλ. Ζ. 129, 131, 527· ἐπουράνιοι εὐσεβῶν ψυχαὶ Πινδ. Ἀποσπ. 97. 4· ἡ ἐπ. [[πορεία]] Πλάτ. Φαῖδρ. 256D. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡς οὐσιαστ., οἱ ἐπουράνιοι = θεοί, Θεόκρ. 25. 5, Μόσχ. 2. 21· [[οὕτως]], ἤδη ἐπ. εἶ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 3· τὰ ἐπουράνια, τὰ οὐράνια φαινόμενα, Πλάτ. Ἀπολ. 19Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est dans le ciel, céleste ; τὰ ἐπουράνια PLAT phénomènes célestes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οὐρανός]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπουράνιος Medium diacritics: ἐπουράνιος Low diacritics: επουράνιος Capitals: ΕΠΟΥΡΑΝΙΟΣ
Transliteration A: epouránios Transliteration B: epouranios Transliteration C: epouranios Beta Code: e)poura/nios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, Ep. η, ον Arat.(v.infr.), Q.S.2.429:—

   A heavenly, in Hom. only of the gods, ἐ. θεός, θεοί, Od.17.484, Il.6.129,al.; εὐσεβέων ἐ. ψυχαί Pi.Fr.132.3 ; πατήρ Ev.Matt.18.35 ; ἡ ἐ. πορεία f.l. in Pl.Phdr.256d.    2 pl., as Subst., οἱ ἐ., = θεοί, Theoc.25.5, Mosch. 2.21 ; opp. ἐπίγειοι, Ep.Phil.2.11 ; so ἤδη ἐ. εἶ Luc.DDeor.4.3 ; τὰ ἐ., = τὰ μετέωρα, v.l. in Pl.Ap.19b (ἐ. σώματα 1 Ep.Cor.15.40).    3 up to heaven, ἔπτατ' ἐπουρανίη v.l. in Arat.134.

German (Pape)

[Seite 1010] auch 3 Endgn, Qu. Sm. 2, 429, am, im Himmel, himmlisch, bei Hom. nur von den Göttern, θεοί, Il. 6, 129. 131. 527 Od. 17, 484; später auch allein οἱ ἐπουράνιοι, die Götter, Theocr. 25, 5; Mosch. 2, 21; ἤδη γὰρ ἐπο υράνιος εἶ, du bit schon ein Gott, Luc. D. D. 4, 3; ψυχαί Pind. frg. 97; – τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ὑπὸ γῆς ζητῶν, was vorher μετέωρα heißt, Erscheinungen am Hinmel, Plat. Apol. 19 b (vgl. Sext. Emp. adv. astrol. 44); ἡ ἐπουράνιος πορεία Phaedr. 256 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπουράνιος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Κόϊντ. Σμ. 2. 429· ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐράνιος, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐπὶ τῶν θεῶν, ἐπ. θεός, θεοὶ Ὀδ. Ρ. 484, Ἰλ. Ζ. 129, 131, 527· ἐπουράνιοι εὐσεβῶν ψυχαὶ Πινδ. Ἀποσπ. 97. 4· ἡ ἐπ. πορεία Πλάτ. Φαῖδρ. 256D. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡς οὐσιαστ., οἱ ἐπουράνιοι = θεοί, Θεόκρ. 25. 5, Μόσχ. 2. 21· οὕτως, ἤδη ἐπ. εἶ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 3· τὰ ἐπουράνια, τὰ οὐράνια φαινόμενα, Πλάτ. Ἀπολ. 19Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est dans le ciel, céleste ; τὰ ἐπουράνια PLAT phénomènes célestes.
Étymologie: ἐπί, οὐρανός.