3,274,291
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατηγορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κατηγορίαν, ἀντίθ. τῷ [[ἀπολογητικός]], Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 5. 1, πρβλ. [[κατηγορητικός]]· ὁ κατ., ὁ [[κατήγορος]], ὁ καταγγέλων τινά, Πλουτ. Γάλβ. 8· ὁ ἔχων κλίσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς τὸ κατηγορεῖν ([[μεμπτικός]]), 2. 558D.― Ἐπίρρ., κατηγορικῶς λέγειν [[πρός]] τινα, κατηγορεῖν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. προοίμ. 4. ΙΙ. [[βεβαιωτικός]], καταφατικὸς ἢ [[ἀποφαντικός]], ἀντίθ. τῷ [[στερητικός]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 5, κ. ἀλλ.·― Ἐπίρρ., -κῶς, [[αὐτόθι]] 1. 5, 14. 2) μόνον παρὰ μεταγεν., κατηγορικὸς ἢ [[θετικός]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὑποθετικός]], Ἀμμών. Ἑρμ. 59. | |lstext='''κατηγορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κατηγορίαν, ἀντίθ. τῷ [[ἀπολογητικός]], Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 5. 1, πρβλ. [[κατηγορητικός]]· ὁ κατ., ὁ [[κατήγορος]], ὁ καταγγέλων τινά, Πλουτ. Γάλβ. 8· ὁ ἔχων κλίσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς τὸ κατηγορεῖν ([[μεμπτικός]]), 2. 558D.― Ἐπίρρ., κατηγορικῶς λέγειν [[πρός]] τινα, κατηγορεῖν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. προοίμ. 4. ΙΙ. [[βεβαιωτικός]], καταφατικὸς ἢ [[ἀποφαντικός]], ἀντίθ. τῷ [[στερητικός]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 5, κ. ἀλλ.·― Ἐπίρρ., -κῶς, [[αὐτόθι]] 1. 5, 14. 2) μόνον παρὰ μεταγεν., κατηγορικὸς ἢ [[θετικός]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὑποθετικός]], Ἀμμών. Ἑρμ. 59. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne une accusation ; ὁ [[κατηγορικός]] accusateur;<br /><b>2</b> <i>t. de log.</i> affirmatif.<br />'''Étymologie:''' [[κατήγορος]]. | |||
}} | }} |